Νησάκι Μαντώ ή το «νησί της Παναγίας» για τους παλιούς
Αγερσανιώτες
Η γεωγραφική του θέση απεικονίζεται
στον χάρτη της Νάξου και η πρόσβαση σε αυτό γίνεται είτε με τα πόδια αν το επιτρέπει η
κατάσταση της θάλασσας,που συνήθως
το επιτρέπει, είτε με πλωτό μέσο
βαρκούλα,κανώ κ.α.
Το νησάκι Μαντώ όπως είναι και η επίσημη
γεωγραφική ονομασία του, έχει πετρώδες
έδαφος, προς την ανατολή και το βορρά είναι κατάφυτο από αρμυρίκια και η
παραλία του αποτελείται από ποριά που λέμε οι ντόπιοι(σαν κοραλλιογενή ή μπορεί
και ηφαιστειογενή αιχμηρά πετρώματα ). Το
καλοκαίρι επίσης τα κρινάκια της θάλασσας απλώνονται ως δάσος δημιουργώντας
ένα καταπληκτικό σκηνικό.
Ποριά |
Κρινοδάσος |
Τους καλοκαιρινούς μήνες το νησάκι επισκέπτονται
αρκετοί ντόπιοι και ξένοι τουρίστες διερωτώμενοι προφανώς για την ύπαρξη και την χρήση των γκρεμισμένων κτιρίων του καθώς επίσης
και κάποιοι ερασιτέχνες ψαράδες ή και ντόπιοι ψαροντουφεκάδες όπως εποχιακοί συλλέκτες αχινών.
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ-ΜΥΘΟΣ
ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΣΤΟΝ ΑΝΑΔΕΥΤΗΡΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Στο βιβλίο ΑΓΕΡΣΑΝΙ
και στο κεφάλαιο Αλυκή - Αλατοπηγείον υπάρχει η εξής σχετική αναφορά.
"Παλιότερα στην σημερινή τοποθεσία του υπό κατασκευή
αεροδρομίου και δυτικά αυτού υπήρχε μια μεγάλη λιμνοθάλασσα η οποία
εχρησιμοποιείτο ως εκτροφείο ψαριών. Οι ψαράδες, που την νοίκιαζαν, την
έφραζαν από την θάλασσα με καλάμια γι' αυτό και η τοποθεσία που ήταν ο φράχτης
ονομαζόταν Καλαμωτά. Αυτή ήταν εκεί που είναι το σημερινό τσιμεντένιο φράγμα.
Στη μέση των Καλαμωτών είχε στόμια με μάντρες πάλι από καλάμια. Εκεί
μαντριζόταν ορισμένα ψάρια που ο ψαράς τα έπιανε όποτε ήθελε. Τα υπόλοιπα τα
ψάρευε μέσα στη θαλασσόλιμνη, με μια πλατιά στο κάτω μέρος βάρκα που την έλεγαν
«κουρίτα» και αντί για κουπιά χρησιμοποιούσε κοντάρι για να την σπρώχνει και να
προχωρά μέσα στη θαλασσόλιμνη. Εκτός από ψάρια υπήρχαν καβούρια, αχιβάδες
(όστρακα), γαρίδες, χέλια. Όλα αυτά έμπαινε όποιος ήθελε και τα ψάρευε, εκτός
βέβαια από τα ψάρια που δεν άφηνε ο ψαράς. Κατά τον χειμώνα έρχονταν διάφορα
υδρόβια πτηνά και κατοικούσαν μέσα.
………..Ο ψαράς είχε το σπίτι του στο νησάκι που είναι στα βόρεια της λίμνης
της Αλυκής. Το σπιτάκι αυτό υπάρχει ακόμα και σήμερα. Το νησάκι αυτό λεγόταν
«νησί της Παναγίας» γιατί κάποτε υπήρχε εκεί εκκλησία της Παναγίας η οποία
γκρεμίστηκε. Μάλιστα λένε πως την Αγία Τράπεζα που ήταν από μάρμαρο την πήρε
κάποιος Αγερσανιώτης και την έκανε πέτρα (βάση) για την καμπάνα της μαγγανομηχανής
του. Ο Σπύρος Καραμπάτσης του Γιακουμή από την Στελίδα βρήκε τα ίχνη της
εκκλησίας και άρχισε να την χτίζει με την συνδρομή και την συμπαράσταση των
κατοίκων αλλά τον σταμάτησαν οι αρμόδιες αρχές για άγνωστους λόγους".
Η ιστορία του νησακιού και των κτισμάτων που υπάρχουν σε αυτό συνεχίζεται και συμπληρώνεται τώρα με την αφήγηση του Κώστα Γεωργίου Καραμανή (Κατσιμίδη ),
του θείου μου,ύστερα από τη συζήτηση που
είχαμε εφέτος στις 20 Σεπτεμβρίου του 2016.
Παραθέτω απομαγνητοφωνημένη και στην
τοπική μας διάλεκτο τη μεταξύ μας συνομιλία:
E.Τι είναι εκείνα τα βουλισμένα κτίρια στο νησάκι;
A.Ητανε εκκλησία.(εννοεί το δεύτερο κτίσμα προς το
βορρά και τη χώρα).
Διακρίνεται στο βαθος το δευτερο κτίριο |
Κάποια Παναγία ήτανε
και προσπαθούσε ο γέρο Kουτσογιάκουμος να τηνέ(να την)
σηκώσει και δεν τον αφήνανε.
Όταν πέθανε ο
γέρος,ο γιος του Σπύρος, (αναφέρεται παραπάνω και διασταυρώνεται ότι πρόκειται
για τον Αγερσανιώτη και Στελιδιώτη Σπύρο Καραμπάτση του Γιακουμή (Ιάκωβου)
είδενε ότι τα πολεμούσα εγώ (εννοεί ότι ο
Καραμπάτσης είδε ότι ο θείος Κώστας γνώριζε την τέχνη του κτισίματος} και με πήρενε (πήρε) και πήαμενε (πήγαμε) δυο μέρες εκεί και ίσιαχνα (έχτιζα) εγώ το κελί (εννοεί το κύριο μέρος του
ναού) και το σήκωσα καμιά πενηνταριά
πόντοι απάνω (πάνω) αλλά μετά ήρθενε (ήρθε) πάλι και μας ησταμάτηξενε (σταμάτησε) ο
Σύλλογος του κυνηγιού.
Ε.Ο Βασίλης ο Πολυκανδριώτης μου είπε πως ήτανε για
τα ψάρια.
Ε.Στο νησάκι που περπατάς με τα πόδια και πας
απέναντι;
Α.Τώρα
περπατάς με τα πόδια.Πρώτα ήτανε ένα αυλάκι που σχηματίζανε τα νερά και βάζανε
το κοντάρι(μακρύ ξύλο που σπρώχνανε τη βάρκα αντί για κουπί) και δεν πάτωνε γιατί ήτανε πολύ βαθιά τα νερά.
Αυτά όλα
κλείσανε και από το Ταλιάνι (αγερσανιώτικη
ονομασία της περιοχής) να πάει απέναντι στο
βουνό είχενε (είχε) θάλασσα που εγώ
που ήμουν κοπέλι (νεαρό αγόρι) τότε
που πάενα (πήγενα) δα για το
εκκλησάκι το νερό ήτανε μέχρι εδώ (το
στήθος).
Ε.Υπάρχουν δυο κτίσματα ένα μπροστινό που μοιάζει
σαν πύργος και πίσω το δεύτερο.Το δεύτερο ήτανε το εκκλησάκι;
Α.Το δεύτερο
ήτανε το εκκλησάκι. Το βορινό. Αυτό δεν το τελειώσανε και εγώ τόβρηκα (το βρήκα)
έτσι εγκατελειμένο (εγκαταλειμμένο) ,
βουλισμένο (γκρεμισμένο) και είχενε (είχε) το σχήμα το βολτάκι (το βόλτο που γίνεται στο ιερό) το ιερό.
Ε.Τώρα αυτά είναι βουλισμένα είναι πεσμένα κάτω και
δεν φαίνονται. Το πρώτο κτίριο το είχανε οι ψαράδες;
Ε.Ποιοί ψαράδες Αγερσανιώτες;
Α.Οχι.Ητανε
Σαμιώτες.
Ε.Σαμιώτες;
Α.Σαμιώτες.Μα
έλα δα που δεν θυμάσαι το Μάρκο τον Ψαρά(Αδελφουλάκο).Ο Γιώργος ο Ψαράς ο αδελφός του ο
Μανόλαρος πουχενε (που είχε) την Ολυμπία από το χωριό μας. Ο Μανόλης ο
Καρεγλάς δεν είχενε (είχε) πάρει την
Ολυμπία του Ψαρά;
Αυτοί
λεγότανε Αδελφουλάκιδοι.(εννοεί τον
πατέρα και όχι το Μάρκο που ήτανε νεότερος).
Το Ταλιάνι
λοιπό ήβγενενε (έβγαινε) στη δημοπρασία γιατί ήτανε κρατικό και
αυτοί ήτανε οι μειοδότες και κάνανε εκεί κουσλούκια (φράγματα) με καλάμια.Φράζανε (κλείνανε) τα κουσλούκια απάνω εκεί κοντά και το ψάρι
άμα ήμπενενε (έμπαινε) μέσα δεν
ημπρόριενε (μπορούσε) νάβγει (βγει).
Ε.Και ήτανε μονοπώλιο;
Α.Ναι Το
Ταλιάνι ήτανε του κράτους και η Αλυκή ήτανε κρατικιά και το ταλιάνι κρατικό .Το
βάζανε στο ενοίκιο και ήβανενε (έβαζε-κατέθετε) προσφορά ο Αδελφουλάκος και τόπαιρνε.Το
σπιτάκι ήτανε για τον Αδελφουλάκο και ζούσε εκεί με τη γυναίκα του και την
οικογένειά ντου(του).Σιγά σιγά αφού πάτησε(γέρασε) στην ηλικία φύγανε και
πήγανε στη χώρα.
'Ηρχουντανε
λοιπό το βραδύ στο τρατοπούλι (ειδική ψαρόβαρκα) ,κουλουμπούσανε (κολυμπούσανε)
βάνανε το δίχτυ και μετά το τραβούσανε
και ότι είχενε (είχε) μέσα το μαζώνανε(μαζεύανε).
Χέλια,ψάρια κ.λπ.
Ε.Τα πουλούσανε και παίρνανε τα λεφτά;
Α.Κάλα (λέξη που σημαίνει κατάφαση σαν το ναι).Αυτοί παένανε (πηγαίνανε) στο τρατοπούλι οι δικοί μας (εννοεί
αγερσανιώτες) ηρχουντανε (ερχότανε) ο Μανόλαρος (ο Μανόλης ο Καρεγλάς),ο Νικολός (Νικόλας Κάβουρας
παρατσούκλι Νικολός),καμιά φορά ο
Βασίλης ο Καρεγλάς,ο Αντώνης ο Πρεβόλης δουλεύανε το τρατοπούλι και παίρνανε τα
ψάρια που θέλανε να φάνε και ότι απόμενε τόπερνε ο Ψαράς και τα πούλιενε (πουλούσε).
Ε.Αρα το πρώτο κτίριο ήτανε για τους ψαράδες και το
δεύτερο εκκλησία που δεν τέλειωσε ποτέ.
Α.Ναι αλλά
ήτανε εκκλησία.Την ηξερενε (ήξερε) ο Κουτσογιάκουμος και ήθελενε (ήθελε) να την αναγείρει (αναστηλώσει) επειδή τόχενε (το είχε) δει στον ύπνο του.
Ε.Από τότε οι κυνηγοί εμποδίσανε να φτιαχτεί πάλι η
εκκλησία;
Α.Ναι
αυτοί.Παένανε (πηγαίνανε-βαζανε) κουνέλια απάνω (επάνω στο νησάκι) για να μεγαλώνουνε και γεννούσανε
κιόλας και μετά τα βγάνανε όξω (έξω) στον Πύργο (το βουνό) και
παντού (εννοεί στο νησί) για να τα
κυνηγούνε αλλά να τι έγινε να πούμενε (πούμε) με τα κουνέλια.
Πέσανε ποντίκια μεγάλα που φέρανε τα καράβια που ξεφορτώνανε άχερα (άχυρα) τα οποία ήτανε καταστρεπτικά και στις παραγωγές σε όλα, στα καρπούζια στις ντομάτες σε όλα και φωνάζαμενε (διαμαρτυρόμασταν) όλοι μας και δεν ημπορούσανε (μπορούσανε) να τα καταστρέψουνε παρά μόνο με αεροψεκαστήρα και ησκέβγουντανε (σκεπτόντουσαν) τότες και δεν ρίξανε αεροψεκασμό γιατί ησκοτώνανε (σκοτώνανε) και τα κουνέλια αλλά τους ήκαμενε (έκανε) η ανάγκη για να καταστρέψουνε τα ποντίκια και καταστραφήκανε και τα κουνέλια.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Όταν είχα προτείνει, ως μέλος του Δ.Σ., στο Δ.Σ του Συλλόγου Αγερσανίου την αποτύπωση της ιστορίας του χωριού συμπεριλαμβανομένων των μύθων, θρύλων και των παραδόσεων του με τη μέθοδο της ζωντανής καταγραφής ανθρώπων,πηγών της, μέσω μαγνητοφώνησης και στο Δ.Σ αναπτύχθηκε ένας διστακτικός σκεπτικισμός εάν και κατά πόσο μπορούμε να καταφέρουμε να παρουσιάσουμε μια τέτοια δουλειά και εγώ ο ίδιος δεν είχα κατανοήσει ότι έστω και μόνος μου έπρεπε να βιαστώ να κάνω κάτι γιατί οι πηγές φεύγουν.
Στις 20 Σεπτεμβρίου του 2016 ο θείος μου,αδελφός της μητέρας μου Κώστας Καραμανής (Κατσιμίδης), γνώστης της περιοχής που αναφέρομαι, πάνω στη συζήτηση μου είπε την εξής πολύ σημαντική κουβέντα «Πρέπει να κουβεντιάζομενε(κουβεντιάζουμε) για να μαθαίνεις περισσότερα».
Σήμερα οι δυνατότητες πληροφόρησης είναι πλέον ελάχιστες έως ανύπαρκτες.
Παρόλα αυτά θα γίνεται μια προσπάθεια διάσωσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου