Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017

Πρωτοχρονιά στο Αγερσανί μιας άλλης εποχής




Το έντονο εορταστικό κλίμα των ημερών τονιζόταν μεταξύ των άλλων εθίμων και με τα κάλαντα και τα παινέματα την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. 






Γράφει η Φιλίππα Καραμπάτση στην εργασία της με θέμα «Λαογραφική Συλλογή εκ του χωρίου Άγιος Αρσένιος που έγινε τα Χριστούγεννα του 1968 και έχει μεταφερθεί στο βιβλίο του Ν.Κεφαλληνιάδη «ΑΓΕΡΣΑΝΙ ΝΑΞΟΥ».

Πρωτοχρονιά.
 Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς έχουμε άλλες ετοιμασίες.
Φτιάχνουμε την βασιλόπιττα. Μέσα στην βασιλόπιττα ,που την φτιάχνουμε με αυγά, γάλα, βούτυρο και αλεύρι , βάζουμε ένα λεφτό, το φλουρί. 'Οποιος βρη το φλουρί θάναι τυχερός την χρονιά αυτήνε .
Την παραμονή λένε και τα κάλαντα : Τα κάλαντα τα λένε το βράδυ της παραμονής. Για τον κόπο ντων , αυτοί που τα λένε, παίρνουνε κρέας χοιρινό,κρασί, γλυκά και πούλο.


Κάλαντα Πρωτοχρονιάς

«Αρχημενιά και αρχή χρονιά
ψιλή μου δεντρολιβανιά
και αρχή καλός μας χρόνος
εκκλησιά με τα’ άγιο θρόνο.
Και 'κει που βγήκε ο Χριστός
άγιος και πνευματικός
στην γη να περπατήση
και να μας καλοκαρδίση
Άϊ - Βασίλης έρχεται
άρχοντες τον κατέχετε,
από την Καισαρεία
σ 'είσ’ αρχόντισσα κυρία.
Βαστά εικόνα και χαρτί
ζαχαροκάντιο ζυμωτή
χαρτί και καλαμάρι
δες και με το παλλικάρι.
Το καλαμάρι έγραφε
η μοίρα μου τι μούγραφε
και το χαρτί ωμίλιε
άσπρε μου χρυσέ μου ήλιε.
 Βασiλη άμπόθεν έρχεσαι
και αμπόθεν κατεβαίνεις;
Από της μάνας μ’ όρχομαι
στρώσε πλατιά να πέσωμε
και στο σκολειό μου πάγω
δεν μου λες κι’ ήντα να κάμω.
Κάτσε να φας κάτσε να πιής,
κάτσε τον πόνον σου να πης,
κάτσε να τραγουδήσεις
και να μας καλοκαρδίσης.
Μα γω γράμματα ημάθαινα,
μα να σας πω, τι πάθαινα,
τραγούδια δεν ηξεύρω,
νάρθω τζόγια μου να σ’ εύρω.
Και αν δεν ήξέρης γρράμματα,
πόσες φορές με κλάματα,
πες μας την αλφαβήτα,
νάχης τον Θεόν βοήθεια.
Μα το ραβδί ντου ακούμπησε
και δεν μας ετραγούδησε,
να πη την αλφαβήτα,
ωσάν άγιος που ήταν.
Χλωρό νταν το ραβδάκι ντου,
Τ’ αργυρομπαστουνάκι ντου,
χλωρά βλαστάρια πέφταν
ροδοκόκκινη βιολέττα.
Και πάνω στα βλαστάρια του
και στα περικλωνάρια ντου,
πέρδικες κελαηδούσαν,
τζόγια μου και σε ξυπνούσαν.
Ξυπνούσαν τον αφέντη μας,
τον μπέη τον λεβέντη μας
τον πολυχρονεμένον
και στον κόσμον ξακουσμένον.
Αφέντη, αφέντη, αφεντολάφεντε,
πέντε φορές αφέντη,
πέντε φορές πραγματευτής,
και δεκαχτώ στρατιώτης.
Οι πέντε παίρνουν τα’ άλογα
και οι δέκα τα μουλάρια
και οι άλλοι πέντε λέσουσιν
αφέντη καβαλλίκα.
Οπούν  οι σέλες ντου χρυσές,
οι σκάλες αργυρένιες,
και τα φτερνοχαλίναρα
χρυσά μαλαματένια.
Μα σένα αφέντη πρέπει σου,
και πάλι ξαναπρέπει σου
κορώνα στο κεφάλι
για να σε προστηλώνουνε
όλοι, μικροί μεγάλοι.
Και πάλι ξαναπρέπει σου,
το σίδερο κοντάρι
γιατί έχεις μπράτσα δυνατά,
είσαι και παλληκάρι.
Και πάλι ξαναπρέπει σου,
καράβι ν΄ αρματώσης
στην Εγκλιτέρα να το πας,
να το μαλαματώσης.
Στην πρύμη ναν’ το μάλαμα
στην πλώρη τα’ αλογάρι
και τα σκοινιά του καραβιού
όλο μαργαριτάρι.
Και πάλι ξαναπρέπει σου,
δαμασκηνό τραπέζι,
πάσα ν · ανθή δαμασκηνιά,
ν · ανθή και το τραπέζι.
Και πάλι ξ,αναπρέπει σου
στα πεύκα να κοιμάσαι,
βελούδο να σκεπάζεσαι,
να μην κρυολογάσαι.
Και πάλι ξαναπρέπει σου
καρέκλα καρυδένια,
για να κουμπας
την μέση σου, την μαργαριταρένια.
Και πάλι ξαναπρέπει σου
καρέκλα να καθίζης,
το ένα σου χέρι να μετρά
και τα’ άλλο να δανείζη.
Πολλά είπαμε τα’ αφέντη μας,
του μπέη, του λεβέντη μας
μόνο να ζη και νάναι.
Ας πούμενε και της κεράς
ένα καλό τραγούδι.
Κερά μου στο τραχήλι σου
μελισσουργιό ξετρέχει
οι Άγιοι τρώνε το κερί
και οι άρχοντες το μέλι
και στα μελισσουργίδια σου
πλύνονται οι αγγέλοι.
Κερά λιγνή, κερά ψηλή,
κερά καμπανοφρύδα
που σε σημπαίνουν στην Φραγκιά
και ακούγεσαι στην Ρώμη.
Κερά μου, σάν θα στολιστής
και βάλης τα καλά σου
οι στράτες ροδα ραίνουνε
αμπρός στην εμορφιά σου.
Και πάλι σαν θα στολιστής
και βάλης τάμορφά σου,
επτά λαμπάδες άφτουνε ,
αμπρός στην αφεντιά σου.
Μα 'χεις και αχείλι κόκκινο,
φτενό σαν το ποτήρι
μάχεις και γοργοδάκτυλα
λιανά σαν το καντήλι
και του κοράκου το φτερό
βάνεις καμπανοφρύδι.
Πολλά είπαμε και της κεράς
μόνο να ζη και νάναι.
Ας πούμε και του γυιόκα μας
ένα καλό τραγούδι.
Μα δω 'να νιος και ακριβονιός
και ακριβοναθρεμένος
τον έχει η μάνα ντου ακριβό
και αφέντης χαϊδεμένο.
Λούζουν ντον τον χτενίζουν ντο
και στο σκολειό τον πέβουν
και ο δάσκαλος του έδωσε
κεράκι και χαρτάκι.
Και έσταξε το κεράκι ντου
επάνω στο χαρτάκι ντου
και έκαψε τις κάλτσες ντου
τις μοσχοφαδιασμένες,
που τις μοσχοφαδιάσανε
οι τρεις βασιλοπούλες.
Η μια βαλε τον πόθον της
η άλλη τα’ αλογάρι
και η τρίτη η μικρότερη
κι απ΄όλες ομορφότερη
΄βαλε την ομορφιά της
τζόγια τα σγουρά μαλλιά της.
Μα τόδειρε ο δάσκαλος
μ’ ένα κλαδί στο μόσχο
τo βρίζουν τα δασκόπουλα,
μωρt μοσχοδαρμένε
που σ’ εδειρεν ο δάσκαλος
μ’ ένα κλαδί στο μόσχο.
Πολλά 'παμε του γυιοκα μας
μόνο να ζη και νάναι.
Α ς πούμε και της κόρης μας,
ένα καλό τραγούδι
Μα δω 'ναι νια και ακριβονιά
και ακριβοναθρεμμένη
την έχει αφέντης ακριβή
και η μάνα χαϊδεμένη.
Πέντε μικροί την αγαπούν
και δεκαοκτώ μεγάλοι
και από τους πέντε τους μικρούς
ο ένας θα την πάρη.
Από το χέρι την κρατά,
στην κάμαρα την πάει,
πάσα σκαλί την αρωτά,
πάσα σκαλί της λέει.
- Κερά μου νάσαι φρένιμη
και νάσαι δαμαντούσα.
- Αν θες και νάμαι φρένιμη
και νάμαι διαμαντούσα
σύρε και τράβα στην Φραγκιά
κάτω στην Βαβυλώνα.
Και αγόρασέ μου εσύ σπαθί
και σκιάδι χαμοχένιο
και αγόρασε και συ σπαθί
και φέσι βελουδένιο
και έμπα και έβγα στον πόλεμο
να φαίνεσαι αντρειωμένος.
Ηδώκασι ντου το σπαθί
οι δώδεκα ( α)ποστόλοι
στην μεση είχαν τον σταυρόν
μπροστά την Παναγία
και μέσα στο χερόπιασμα
είχαν τον Άϊ - Γιάννη.
 Ά ϊ μου Γιάννη αμπούθα με
σταυρέ ξεσκούριανέ με
και συ κυρά μου Παναγιά
στέκε και φύλαγέ με.
Και αν έχεις κόρη έμορφη
Βγάλ’ την νας μας κεράση
να της ευχηθούμε και εμείς
να ζήση να γεράση.
Και αν έχης κόρη έμορφη
γραμματικός την θέλει
και αν είναι και γραμματικός
πολλά προικιά γυρεύγει.
Γυρεύγει αμπέλια ατρύγητα
και με τους τρυγητάδες,
γυρεύγει λειβάδια αθέριστα
και με τους θεριστάδες.
Γυρεύγει και την Βενετιά
μ’ όλα της τα παλάτια
γυρεύγει και την θάλασσα
μ’ όλα της τα καράβια
γυρεύγει και τον κυρ Βοριά
να τα καλαρμενίζη.
Μα δω σταθούμεν
και ας παίξουμε
στου φίλου μας την μπόρτα
πούχει τις αυλές μαpμαρωτές
τις πόρτες ατσαλένιες
και τα πορτοπαράθυρα
κλειστά μανταλωμένα.
Ακόμη δεν τον εύρηκες
τον μάνταλο ν’ ανοίξης
να μας εδώσης κάτι τις
και ύστερα να σφαλίξεις.
Άνοιξε το μπουκάκι σου
το αργυροβελουδένιο
και πλήρωσε τον κόπον μας
τον καταπαιδεμένο.
Αν έχης γρόσια δος μας τα
φλουριά μην τα λυπάσαι
αν είναι και πεντόλιρα
τα παίρνουμε και εκείνα.
Και αν εχοιροσφαγήσατε
Θέμε και μεις κομμάτι
και από τον πύρο του βουτσιού
θέμε και μια γεμάτη
αν είν’ και περισσότερο
βαστούμε και βλασκάκι.
Αν έχεις κίτρο κόψε το
και βάλτο με το μέλι
γιατί είμαστε στα κάλαντα
και είμαστε κρυωμένοι.
Για σφάξτε μας τον πετεινό
για θε να φύγουμε από δω
για σφάξτε μας την κότα
για θα πάμε σ’ άλλη πόρτα
και του χρόνου
καλή χρονιά»1*

Συνεχίζεται στο βιβλίο του Ν.Κεφαλληνιάδη «ΑΓΕΡΣΑΝΙ ΝΑΞΟΥ».


1*Τα παλιότερα Αγερσανιώτικα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα έχουν δημοσιευθεί στο Ναξιακόν ημερολόγιον του 1986, από Γ. Ι. Βυρίνη, εν Νάξω)) σ . 16 - 17 από τον Μιχ. Ιακ. Μαρκόπολι. Όπως σημειώνει ο ίδιος:
«T' ανωτέρω δημοσιευόμενα κάλανδα εύρηνται εν τισι παρ· εμοί αποκειμένοις φύλλοις κώδικος (των ετών 1797 - 1802) του «Παπά Γεωργίου Καστελάνου και Πρωτοτονοταρίου περιχώρων όστις διέμενεν εν τω χωρίω Αγερσανί.
Τα κάλανδα δε ταύτα(του ρηθέντος χωρίου ίσως), διαφέρουσι κατά πολύ άλλων α εύρον επίσης χειρόγραφα εις άλλα χωρία της Νάξου. Τα κάλαντα αυτά έχουν ως εξής»:

ΠΑΛΑΙΑ ΚΑΛΑΝΔΑ ΝΑΞΟΥ
Αν είναι με το θέλημα τα κάλαντα · ν’ αρχίσω
με όλη μου την συντροφιά να σας καλησπερίσω
Να πούμεν την περιτομήν την περικοσμημένη
γιατί έτζι το ζάρουνε ς όλην την οικουμένη
Ο φίλος εις τον φίλον του απόψε να πηγαίνη
Γιατ ' είν ' τ  αγίου Βασιλείου του μέγα ιεράρχου
να δώση όλωνω μας γεια εδώ και όσοι και ' λάχου
Μα δόξα να 'χη ο υιός μαζί με την Παρθένα
που σμιξεν ο χρυσός αετός με Χρυσή περιστέρα.
Και ' καμαν και αρχοντόπουλα άξια και τιμημένα
που να τα δούμεν όλοι μας καλά ξετελεμένα.
Η δέσποινα και Παναγιά  Κυρία και μητέρα
χαρές μεγάλες είχανε ετούτη την εσπέρα
Που περιτέμνεται ο Χριστός βρέφος μικρό παιδάκι
και όλον τον κόσμον εδίδαξεν ωσάν καλογεράκι
Άγγελοι και αργάγγελοι εκεί που περετούσαν
σκυμμένα τα κεφάλιαν τως υμνοδοξολογούσαν
Εκάμανε την σαρακοστήν αγίαν και μεγάλη
που μέλει  νάρθη παραμπρός να ψάλλουν κάθε βράδυ
Και ο άγιος Βασίλειος ήλθε να λειτουργήση
προηγιασμένη λειτουργία ήλθε να μας εδείξη
Μα ‘ναψεν ο Κύριος κερί και λύχνον να φωτίση
ήστειλε και τον Πρόδρομο να μας καθοδηγήση να βαπτιστούμεν
του αντιχρίστου τον καιρόν μην πως και κολαστούμεν.
Μα 'λατε εσείς οι χριστιανοί όσ’ είστε βαπτισμένοι
να πάμεν ' ς την παράδεισο οπού μας αναμένει.
Μα 'πόπαμεν τον γκώμιον τα’ αγίου Βασιλείου
να σ ' επαινέσω αφέντρα μου καμάρι του ηλίου
Κοστρά καμπάνα φράγκικη ρωμαϊκο σηπατήρι
που σε σηπαίνουν της φραγκιά κι  ακούεσαι 'ς το Γοργοϋρι
(θέσις παρά την Αλυκή)
Κυουρά μου οτο θα στολιστής να πα 'ς την εκκλησιά σου
η στράτες ρώδα ραίνονται αμπρός 'ς την αφεντιά σου
Μα ‘χ εις και γι στα γράμματα και πιάνει το κοντύλι
που να τ' αξιώση ο Κύριος να βάλη πετραχήλι
Και 'χεις και κόρην εύμορφη, που δεν έχει σοφία
μηδέ 'ς την Πόλη βρίσκεται μηδέ 'ς την Βενετία
Και αν έχης κίτρο κόψετο δος μας το με το μέλι
γιατ' είναι πιο ωμοφρίτερο λογιάζω α' το παστέλλι
Λύσε το το πουκάκι σου με μια χαρά μεγάλη
τους καλατάδες φίλεψε να ζης και νάσαι πάλι.
Μιχ.Ιακ.Μαρκόπολις






Γράφει στη συνέχεια η Φιλίππα Καραμπάτση στην εργασία της με θέμα «Λαογραφική Συλλογή εκ του χωρίου Άγιος Αρσένιος που έγινε τα Χριστούγεννα του 1968 και έχει μεταφερθεί στο βιβλίο του Ν.Κεφαλληνιάδη «ΑΓΕΡΣΑΝΙ ΝΑΞΟΥ».

Το βράδυ στις 12 που θα μπει ο καινούργιος χρόνος ο αφέντης κόβει την βασιλόπιττα. Παίρνει ένα μεγάλο μαχαίρι, την σταυρώνει και αρχινά να κόβει. Πρώτα κόβει της Παναγιάς, μετά του φτωχού του σπιτιού μετά το δικό του, της γυναίκας του και όλωνε που μένουνε στο σπίτι.Σ’ όποιονε πέσει το φλουρί θάναι ο τυχερός.
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς πρέπει να δούμε πρώτα ένα άνθρωπο καλό και προκομμένο για να μας πάει καλά η χρονιά. Και ο πρώτος που θα μπει στο σπίτι μας να μας κάνει ποδαρικό πρέπει νάναι καλός.Τις πιο πολλές  φορές ποδαρικό κάνουνε μικρά αγόρια . Μόλις μπει το αγόρι μέσα στο σπίτι σπάζουν ένα ρόδι και δίνουνε γλυκά στο παιδί «για το καλό του χρόνου».

Συνεχίζεται στο βιβλίο του Ν.Κεφαλληνιάδη «ΑΓΕΡΣΑΝΙ ΝΑΞΟΥ».

Παραλλαγή άλλων Πρωτοχρονιάτικων Αγερσανιώτικων καλάντων και τον τρόπο που τα λέγανε μας αφηγείται ο παλιός οργανοπαίκτης Βασίλης Καπρής ως εξής: "Γιορτές και πανηγύρια του χωριού.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς, βγαίνανε κι έλεγαν τα κάλαντα, ο Σταμάτης Καπρής λαούτο και ο Θεοφάνης Παντελιάς βιολί, με έξι-εφτά άτομα παρέα ο Γιώργης Πολυκανδριώτης (έργης) τσαμπούνα και ο Αρτσάνος Αρτέμης (Σακουλάς) ντουμπάκι.
Πηγαίναμε στα σπίτια του κάθε νοικοκύρη και φίλου μας, άνοιγε και μας κερνούσε αγνό κρασί, μας έκοβε μεζέ από το ψητό του φούρνου, που ήταν μπούτι χοιρινού και εκεί θα χόρευαν την κοπέλα, αν υπήρχε ή την οικοδέσποινα. Θα μας δίνανε φιλοδώρημα και ένα πούλο με καρύδια και σουσάμι. Αυτό συνεχιζόταν μέχρι πρωίας.
Το απόγευμα της Πρωτοχρονιάς παίζανε τα όργανα στου Σταμάτη Καπρή το σπίτι που ήταν μεγάλο σπίτι γι’ αυτή τη δουλειά. Επίσης και στου Πολυκανδριώτη το σπίτι παίζανε τσαμπούνες"

Τα κάλαντα.
Αρχιμηνιά και αρχιχρονιά ψιλή μου δενδρολιβανιά
κι αρχή καλός μας χρόνος, εκκλησιά με τ ‘ άγιος θρόνος.
Κι αρχή που βγήκε ο Χριστός, άγιος και πνευματικός
στη γη να περπατήσει και να μας καλοκαρδίσει.
Μα γω γράμματα μάθαινα και να σας πως τι πάθαινα
τραγούδια δεν ηξέρω νάρθω τζόγια μου να σε βρω.
Κι αν είναι και ξέρεις γράμματα, πόσες φορές με κλάματα
πες μας την αλφαβήτα, ωσαννά άγιος που ήταν.
Μα στο ραβδί τα’ ακούμπησε και δε μας ετραγούδησε
κι έλεγε την αλφαβήτα, ωσανά άγιος που ήταν.
Χλωρό ήταν το ραβδάκι του, τ’ αργυρό μπαστουνάκι του,
χλωρά βλαστάρια πέτα, ροδοκόκκινη βιολέτα.
Και πάνω τα βλαστάρια του και τα παρακλωνάρια του
βρύσες - βρύσες κυματούσα, τζόγια μου και σε ξυπνούσα.
Ξυπνούσαν τον αφέντη μας, το μπέη το λεβέντη μας
τον πολυχρονεμένο και στον κόσμο ξακουσμένο.
 Μα σένα, αφέντη, πρέπει σου και πάλι ξαναπρέπει σου
καράβι ν’ αρματώσεις στην εγγλιτέρα να το πας να το μαλαματώσεις.
Στην πρύμη ναν’ το μάλαμα, στην πλώρη το ( α)λογάρι
και τα σχοινιά του καραβιού, όλο μαργαριτάρι.
Και πάλι ξαναπρέπει σου καριόλα καρυδένια
για ν’ ακουμπάς τη μέση σου, τη μαργαριταρένια.
Πολλά 'παμε τα’ αφέντη μας, τον μπέη του λεβέντη μας
μόνο να ζει και νάναι ας πούμενε και της κυράς ένα καλό τραγούδι.
Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά καμπανοφρύδα,
που σε σημαίνουν στη φραγκιά κι ακούγεται στη Ρώμη.
Κυρά μου, όταν θα στολιστείς και βάλεις τα καλά σου.
Επτά λαμπάδες άπτουνε εμπρός στην αφεντιά σου.
Μα εδώ είναι γιος και ακριβονιός κι ακριβαναθρεμμένος
τον έχει μάν τ’ ακριβό κι αφέντης χαδεμένο.
Κι αν έχεις κόρη όμορφη βάλτην να μας κεράσει,
να της ευχηθούμε όλοι μας, να ζήσει να γεράσει.
Κι αν εχοιροσφαγίσατε θέμε κι εμείς κομμάτι
κι από την τρύπα του σφουνιού θέμε και μια γεμάτη.
 Χρόνια Πολλά

Μου αφηγείται ο Βασίλης Πολυκανδριώτης-Εργης (τσαμπουνάτορας του Αγερσανιού και συνεχιστής του πατέρα του Γιώργη στο Μαστοράκη ένα γλυκό,όπως και ο ήχος  της τσαμπούνας  του, καλοκαιρινό βράδυ του Σεπτέμβρη  του 2016

Κάλαντα με τσαμπούνες
Αφήγηση Βασίλης Γ.Πολυκανδριώτης-΄Εργης


Βασίλης Πολυκανδριώτης(εργης)

" Ένα από το ομορφότερα έθιμα πούχαμενε εκείνα τα χρόνια στο χωριό  ήτανε ότι λέαμενε  τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα στο χωριό με τσι τζαμπούνες.
Ξεκινούσαμενε να παίζομενε την παραμονή της πρωτοχρονιάς από  τσι 10 ή ωρα το βράδυ.
Στην αρχή ήπεζενε τζαμπούνα ο γέρος μου (Γιώργης Πολυκανδριώτης) και εγώ ντουμπάκι.
Αργότερα όταν ο γέρος μου παράτησενε να παίζει και για τα επόμενα χρόνια έπαιζα εγώ τη τζαμπούνα και ο αδερφός μου ο Βαγγέλης το ντουμπάκι.
Ξεκινούσαμενε που λές οι δυό μας κατά τσι 10 η ώρα το βράδι  από το σπίτι μας με σκοπό να γυρίσουμε ένα προς ένα τα σπίτια του χωριού για  να πούμενε τον Αι Βασίλη.
Έπρεπε να περάσομενε  από όλα τα σπίτια γιατί οι αθρώποι μας περιμένανε. Δεν περνούσαμενε μόνο από τα σπίτια εφτινών που είχανε πένθος.
Στο ξεκίνημα ήμαστενε οι δυο μας. Όσο όμως προχωρούσαμε την παρέα μας συμπλήρωναν άνδρες του χωριού που ήτανε γλετζέδες και ητρώανε και ηπίνανε μπόλικο κρασί.
Η παρέα μας μπορεί να ήφτανενε και τα είκοσι άτομα.
Μπαίναμενε σε κάθε σπίτι.Ολοι μας περιμένανε και ήτανε έτοιμοι να μας υποδεχτούνε και καένας δεν κράταγε κλειστή την πόρτα ντου.
Βαδίζαμε στο χωριό με τα λιγοστά φώτα  το κρύο και τη βροχή.
Στο σπίτι ηπερίμενενε όλη η οικογένεια.Χτυπούσαμενε την πόρτα και αρχίζαμενε να λέμενε τον Αι Βασίλη μπαίνοντας μέσα στο σπίτι μαζί με ντη παρέα που μας ακολούθανε,όσοι τουλάχιστον χωρούσανε  να μπούνε.
Στη συνέχεια παέναμενε στο άλλο  και μετά στο άλλο σπίτι .
Όλοι περιμένανε  τη σειρά τους.Στο δρόμο από το ένα σπίτι στο άλλο δεν ηστματούσαμενε να παίζουμε.Παίζαμενε στο δρόμο, περνώντας από κάθε σοκάκι του χωριού  πατινάδες.Ετσι γινότανε αμέσως γνωστό ότι έρχονται οι τζαμπούνες για τον Αι Βασίλη και ήτανε προετοιμασμένοι να μας δεχτούνε.
Μόλις τελειώναμενε τα κάλαντα οι σπιτονοικοκύρηδες μας δώνανε χρήματα όσα είχε ο καθένας την ευχαρίστηση. Τα χρήματα(κέρματα) δεν μας τα δίνανε στο χέρι αλλά τα βάνανε μέσα σε μια τρύπα που είχε το ντουμπάκι.
Το κάθε σπίτι ήτανε στολισμένο για όλη την  περίοδο τω γιορτώ των Χριστουγένων και της Πρωτοχρονιάς και το φώτιζενε είτε το φως τσι λάμπας του πετρελαίου παλιά είτε το ρεύμα αργότερα.
Απάνω στο τραπέζι ήτανε το τεψί με το ψητό  χοιρινό που μοσκοβόλιενε όλο το σπίτι  αλλά και άλλοι μεζέδες από χοίρο καθώς και η κανάτα με το ντόπιο κρασί και τα ποτήρια για τσι τζαμπουνάτορες και την παρέα που ηκλούθανε.
Εκτός των μεζέδων απάνω στο τραπέζι ήτανε και η φρεσκοψημένη  βασιλόπιττα που και εκείνη  μοσχοβόλιενε το σπίτι με τσι δικές τσι  μυρουδιές.
¨Κόψτε και φάτε μας λέανε¨ !!!!
Αφού τρώαμενε  τα κεράσματα και ηπίναμενε το κρασί αποχαιρετούσαμενε με ευχές το σπιτικό για να πάμενε στο επόμενο σπιτικό.
Μερικοί με θεωρούσανε γουρλή και περιμένανε να τους κόψω εγώ τη βασιλόπιττα.
Σε όλα τα σπίτια έκοβα την πίτα.
Μερικές φορές αφού τελειώναμενε με το χωριό παέμαμενε στη χώρα και λέαμε τον Αι Βασίλη σε σπίτια όχι μόνο  αγερσανιώτικα αλλά και σε κάποιους γνωστούς μου που ξέρανε το έθιμο και ήθελαν να περάσομενε και από εκεί.
Μια φορά μας ηβαλενε  ο Γιώργης ο Ναυπλιώτης (Τσελέπης) στην καρότσα σε ένα παλιοάμαξο και έτρεχε  και εκεί στα κόκκινα σπίτια μας πέταξε μέσα στο χαντάκι.
Ετσι από σπίτι σε σπίτι και χωρίς να σταματήσομενε καθόλου να παιζομενε μας έβρισκε ή άλλη μέρα  μέχρι τσι 10 ή 11 η ώρα   τσι  πρωτοχρονιάς.
Δεν χρειάζεται να σου πω ότι αυτοί που μας ακολουθούσανε ήτανε πια μεθυσμένοι από το κρασί που ηπίναμενε στα σπίτια και βαρυστομαχιασμένοι από τσι μεζέδες που τρώαμενε.
Εμείς τσιμπολογούσαμε και πίναμενε και μια γουλιά κρασί  για το έθιμο για να αντέξομενε μέχρι τέλους.
Από αυτή την δουλιά ήβγενενε καλό μεροκάματο αλλά δεν το κάναμενε μόνο γιαυτό.Πιό πολύ ήταν η αγάπη και το μεράκι να διατηρήσομενε το έθιμο που τόχαμενε στο Αγερσανί για πολλά χρόνια και δεν το σταματούσαμενε καθόλου παρόλο που επειδή ήτανε χειμώνας ήκανενε κρύο κα ήβρεχενε και στο δρόμο αλλά και στα στενά του χωριού ήτρεχενε πολύ νερό με λασπουριά.
Το έθιμο αυτό  σταμάτησενε ολοκληρωτικά  στην αρχή της δεκαετίας του 1990 προς μεγάλη απογοήτευση των χωριανών μας που λέγανε ότι δεν μυρίζει πια πρωτοχρονιά".

Στα δικά μου τα χρόνια τα κάλαντα τα έλεγαν και  ομάδες παιδιών που γύριζαν σε όλο το χωριό.
Λίγες δεκάρες,ελάχιστα πενηνταράκια κυρίως όμως καραμέλες,μελομακάρονα και κουραμπιέδες αποτελούσαν την είσπραξη της ημέρας .

Το έθιμο της Καληστρίνας
Έθιμο της ημέρας αυτής είναι και η καληστρίνα, δηλαδή το χρηματικό δώρο που οι νονοί και οι συγγενείς προσέφεραν στα βαφτιστήρια και ανίψια τους αντίστοιχα.
Δεκάρες  και πενηνταράκια ήταν το σύνηθες ποσόν στα χρόνια μου και  δραχμές,
δίφραγκα σπανίως ώσπου  στην περίπτωσή μου να δω τον παππού μου το Γιώργο Καραμανή (Κατσιμίδη) Είχα εξασφαλίσει  τάλιρο και δεκάρικο πολλές φορές.Εδινε σε εμένα δεκάρικο από όλα τα εγγόνια γιατί ήμουνα ο πρώτος εγγονός. Όλα τα πιτσιρίκια στο χωριό βγαίναμε στη γύρα αναζητώντας συγγενή.
Στο  τέλος της ημέρας γινόταν ο απολογισμός   μεταξύ αδελφών και εξαδέλφων για τα λεφτά που μάζεψε ο καθένας.

Η Ευαγγελία Σκουλάτου-Βάβουλα συμπληρώνει την ανάρτηση με το παρακάτω κείμενο και την ευχαριστώ πολύ.

Καλημέρα Αγερσανί με τα ωραία σου έθιμα. Όλα αυτά τα θυμάμαι σαν παιδάκι που περιμέναμε να μας πουν τα κάλαντα με τις τζαμπούνες. Πιο νωρίς όμως πίαναμε δουλειά εμείς τα παιδιά παρέες - παρέες και γυρνάγαμε όλο το χωριό. Οι νυκοκυραίοι μας φίλευαν γλυκάκια, δεκάρες, εικοσάρες, πενηνταράκια, η δραχμή ήταν σπουδαία αμοιβή. Ακόμα θυμάμαι ότι ο Δημήτρης ο Τουμπακάρης ο Φυστικης η αλλιώς ο Δημήτριος μας έδινε δίφραγκο που για μας ήταν περιουσία. Μετά τα μοιραζόμαστε και πηγαίναμε για ύπνο περιμένοντας την αυριανή  καληστρίνα που ξεκίναγε από το Μιχάλη τον Καραμπάτση ( ψάλτη) και μετά από νονούς και συγγενείς όποιος μπορούσε.Με το καλό για όλους οι προετοιμασίες για την καινούρια χρονιά που μακάρι να φέρει σε όλους και 'ολες μας υγεία, ειρήνη και καλοσύνη στις καρδιές μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου