Η εργασία της Φιλολόγου Φιλίππας Καραμπάτση το 1968 με θέμα «Λαογραφική Συλλογή εκ του χωρίου Άγιος Αρσένιος Επαρχία Νάξου πού έχει αναρτηθεί στην ψηφιακή Βιβλιοθήκη ΠΕΡΓΑΜΟΣ του Πανεπιστημίου Αθηνών,στις σελίδες 126-129 αναφέρει για την περίοδο των Αποκριών τα παρακάτω:
* «Από την Κυριακή του Τελώνη που ανοίγει το Τριώδι μέχρι την Καθαρή Δευτέρα οι χωριανοί το ρίχνουνε λίγο έξω.Τρώνε καλά φαγητά και γλεντούνε.
Τις μέρες αυτές μασκαρεύονται και τριγυρνάνε στα σπίτια.Μασκαρεύονται σατανάδες, γάιδαροι,ψαράδες,γαμπροί και νυφάδες αλλά μασκαρεύονται και κορδελλάτοι (οι άντρες) και κορδελλάτισσες (οι γυναίκες).
Την
Τσικνοπέμπτη τσικνώνουνε τα φαγητά των.Τηγανίζουνε συκώτια και κρέατα
και κάνουνε ομελέτα με αυγά,γάλα,άνιθο και αλεύρι.
Την Κυριακή της Κρεατινής ντύνονται
κορδελλάτοι μόνο οι άντρες.Φορούνε στη
μέση γύρους κεντητούς και από πάνω ένα πουκάμισο άσπρο.
Όλο το πουκάμισο και ο γύρος είναι
σκεπασμένα με χρωματιστές ταφταδένιες κορδέλλες και άλλα στολίδια.
Την Κυριακή της Τυροφάγου ντύνονται τα κορίτσια.Και αυτά φορούνε γύρους με μπόλικες κορδέλλες χρωματιστές.Φορούνε και στα κεφάλια ωραίες ψάθες(καπέλα) στολισμένες με λουλουδάκια και χρυσές κλωστές.
Τη βδομάδα της Τυροφάγου κάναμε
μακαρόνια άσπρα με τυρί και τρώμε.Τα μακαρόνια τα φτιάχνουμε μόνοι μας με
ζύμη.Φτιάχνουμε τη ζύμη μέσα σε σκάφη.Μετά τη βάζουμε πάνω σε μια πιατέλα, την
κόβουμε με το μαχαίρι λίγη-λίγη και την κάνουμε σφόγια.Πλάθουμε την ανοίγουμε
στο τραπέζι και όταν στεγνώσει την κόβουμε ψιλή-ψιλή σε μακαρόνια και τα
ξεραίνουμε στον ήλιο.
Την βδομάδα αυτή τρώμε τυρί και πίνουμε
και γάλα.
Την Κυριακή της Τυροφάγου δίνουμε άσπρα
μακαρόνια και ρυζόγαλο που φτιάχνουμε στις όρνιθες για να γεννούνε πολλά αυγά.
Την Καθαρή Δευτέρα σηκωνόμαστε πρωί πρωί
και ξεθερμίζουμε (καθαρίζουμε).Καθαρίζουμε τα κιούπια μας,τα μεθύρια και όλο το
σπίτι.
Μετά παίρνουμε ένα ντουρά με
ελιές,κρεμμύδια και ψωμί και τραβάμε για έξω από το χωριό.
Πρώτα που ήτανε η Αλυκή και είχε
θαλασσινά τραβούσαμε κατά κει.
Εκεί μαζευότανε όλο το χωριό.Παίζαμε dουμπάκι
και dζαμπούνα και χορεύγαμε.Λέαμε καλαμπούρια και ένα σωρό
τραγούδια.Ερχόντουσαν και πολλοί μασκαρεμένοι και μας κάνανε και γελούσαμε.
Ψαρεύαμε
θαλασσινά,αχοιβάδες,καβούρια,αχινούς και στρωνόμαστε στο φαγοπότι.
Μέχρι αργά το βράδυ ήμαστε εκεί και μετά
όλοι μαζί πηγαίναμε με τραγούδια και χορούς στο χωριό.
Με τις μασκαράδες και το γλέντι της Καθαρής
Δευτέρας σταματούσαμε τα γλέντια για όλη τη Σαρακοστή μέχρι το Πάσχα
¨ Υπαγόρευσε ο Εμμανουήλ Κάβουρας και η Κυριακή Κάβουρα.¨
Προσθέτω και τις δικές μου αναμνήσεις.
Μοσκάροι(μασκαράδες) στο χωριό ντυνόντουσαν από την αρχή του Τριωδίου έως και το τέλος των αποκριών.Μοσκάροι γινόντουσαν κυρίως τα αγόρια και οι άντρες ενώ υπήρχαν και οι εξαιρέσεις από μερικά κορίτσια και μεγάλες γυναίκες που ήταν και πιο αστείες από τους άντρες.
Όσοι μασκαρεύονταν χρησιμοποιούσαν κάθε είδους ρουχισμό και εξοπλισμό που υπήρχε διαθέσιμος στο σπίτι, από τα ρούχα του παππού (βράκες,πουκάμισα, σοκάρδια ζωνάρια, κάλτσες και φέσια),της γιαγιάς(φουστάνια,ποδιές,μαντήλια,κάλτσες),της μάνας και του πατέρα τα παλιά ή τα σκολιανά ρούχα,γαμπριάτικα,νυφικά ρούχα,γραβάτες και καπέλα του πατέρα δε και τα στρατιωτικά ρούχα.Ανάλογα με τα ρούχα, έπαιρναν τα χαρακτηριστικά του γέρου ,της γριάς,του γαμπρού,της νύφης, του φαντάρου ή του ναύτη κλ.π. ενώ κάποιοι κατόρθωναν να εξοικονομήσουν ρούχα διάφορων επαγγελμάτων όπως του παππά του χωροφύλακα του γιατρού της νοσοκόμας κ.α.
Στο κεφάλι φορούσαμε μουτσούνα (μάσκα) που κατασκευάζαμε εμείς οι ίδιοι.
Χρησιμοποιούσαμε μουτσούνα από χαρτόνι. Το χαρτόνι αυτό ήταν μια καρτέλα μπαχαρικών που την βρίσκαμε στα μπακάλικα του χωριού και μας το έδιναν (σε εμένα ο
Στάθης ή η Σοφία Ρεφενέ) αφού τελείωναν τα φακελάκια με τα μπαχαρικά (κανέλλα ή
πιπέρι) που ήταν καρφιτσωμένα πάνω τους.
Άλλοι πάλι έφτιαχναν μουτσούνες από χαρτοσακούλες με αλευρόκολλα.
Το σχήμα της μουτσούνας ήταν κωνικό όπως φαίνεται στο σχήμα.Ανοίγαμε τις τρύπες και τη βάφαμε ο καθένας με το γούστο του χρησιμοποιώντας κάρβουνο ή ξυλομπογιές.Ενα λάστιχο ή σπάγκος για κράτημα στο κεφάλι και εντάξει.
Γυρίζαμε τα σπίτια του χωριού και πειράζαμε τους νοικοκυραίους που μερικές φορές μας κερνούσαν ότι είχε ο καθένας. Τη μάσκα τη βγάζαμε μόνο στο σπίτι κάποιου μέλους της παρέας.
Ο μόσκαρος πολλές φορές πέραν από τα σύνεργα του επαγγέλματος που υποδύονταν κρατούσε ή ένα ραβδί ή ένα ξύλο που στο πάνω μέρος ήταν στερεωμένα τα οστά μιας γαιδουροκεφαλής που όταν τράβαγες ένα εσωτερικό σπάγκο ανοιγόκλεινε το στόμα της. Αυτό το σύνεργο το φοβόντουσαν συνήθως τα μικρά παιδιά του σπιτιού. Έτσι λοιπόν δημιουργούνταν συνεργεία-ομάδες μασκαράδων είτε από την ίδια γειτονιά είτε συγγενών που ξεχύνονταν στα σπίτια του χωριού πειράζοντας με λόγια ή μιμήσεις τα μέλη της οικογένειας.
Πολλές φορές τα πράγματα ξέφευγαν επειδή μερικοί μασκαράδες, παιδιά μεγάλης
ηλικίας κυρίως χτυπούσαν «αστειευόμενοι» με το ξύλο που κράταγαν τους
νοικοκυραίους με αποτέλεσμα να υπάρχουν παρεξηγήσεις και μαλώματα αν τους
έπιναν μέσα στο σπίτι τους αφού βεβαίως τους ανάγκαζαν να βγάλουν τη μουτσούνα
τους.Σε διαφορετική περίπτωση τους κυνήγαγαν και στο δρόμο.
Μου αφηγείται ο Στέλιος Κυριάκου Δημητροκάλλης (ο Στέλιος του Κυριάκαρου):«Κοπελάκια 10 ή 11 χρονώ παέναμενε στα σπίτια μοσκάροι και πειράζαμε τον κόσμο μες το σπίτι ντου με σκανταλιές.Από τσι σκανταλιές θυμάμαι ότι μια φορά ο Σορώκος μας έβαλενε όταν θα φεύγαμενε από το σπίτι του γερο Σακουλά αφού έβγομενε όξω όλοι για να μη μας επιάσουνε να αφήκομενε την πόρτα ανοιχτή και ο τελευταίος να πετάξει μέσα στο μαγκάλι μια κόκκινη πιπεριά, που μας έδωκενε, και να φύει γλήορα.Η πιπεριά ήτανε καφτερή και μόλις την πεταξαμενε οι αθρώποι αρχίσανε τα φτερνίσματα.Η κόρη ντου η Φλουρή μας ήπηρενε στο κυνήγι μέχρι το γιοφύρι.»
Οι αποκριές κορυφώνονταν με τους κορδελάτους και τους μασκαράδες και τα
γλέντια όπως περιγράφονται στην μελέτη της Φιλίππας.
΄Ολο το χωριό συγκεντρώνονταν τότε στο κάτω χωριό στο δρόμο της εκκλησίας και στην πλατεία του καφενείου του Γιώργη του Ρεφενέ(Μάρτσινα) όπου χόρευαν και πείραζαν ο ένας τον άλλο και πολύ αργότερα μέχρι και σήμερα στο προαύλιο της εκκλησίας.Μετά το πέρας του γλεντιού στο χωριό η συνέχεια δίνονταν με επίσκεψη των κορδελλάτων του χωριού και πολλών κατοίκων στο Γλινάδο και στις Τρίποδες οι κορδελλάτοι των οποίων ανταπέδιδαν την επίσκεψη.
Το χωριό γλένταγε μέχρι αργά το βράδυ πίνοντας και χορεύοντας με τη γλυκιά dζαμπούνα των ‘Εργηδων στην αρχή του μπάρμπα Γιώργη και μέχρι πρόσφατα του Βασίλη του Πολυκανδριώτη και του αδελφού του Βαγγέλη που εγώ δεν μπορώ να διαχωρίσω επουδενί από τα δρώμενα των αποκριών,Κορδελλάτων και Καθαρής Δευτέρας.
Όταν πλέον η Αλυκή σταμάτησε να αποτελεί πόλο έλξης της διασκέδασης των αγερσανιωτών την Καθαρή Δευτέρα,τη θέση της πήρε η περιοχή του Τυροκομείου,αργότερα οι παραλίες της Αγίας Αννας,της Πλάκας και του Αγίου Προκοπίου και πρόσφατα οι ταβέρνες των περιοχών αυτών με βιολιά και την ηχηρή σιωπή της τζαμπούνας του Βασίλη του Εργη.
* ψηφιοποίηση χειρόγραφου Φιλίππας Καραμπάτση:Ι.Μελισσουργός
** ψηφιοποίηση και προσαρμογή βίντεο :Ι.Μελισσουργός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου