Πέμπτη 2 Ιουλίου 2020

Γεώργιος Κωνσταντίνου Καραμανής(Κατσιμίδης) ο τελευταίος φύλακας της Αλυκής.




Μια μικρή Ιστορία.

˙Η Αλυκή μέσα από τον τελευταίο φύλακά  της.

Ο νεαρός τότε Γεώργιος Καραμανής του Κωνσταντίνου προσπαθώντας να καλυτερέψει τη ζωή του, όπως και πολλοί άλλοι Ναξιώτες, φεύγει μετανάστης στην Αμερική.



Ο παππούς Γιώργης

(Αρχείο Ι.Μελισσουργός)


Ο «Ορεινός Αξώτης» στο ιστολόγιό  του, καταγράφει για  τους «Ναξιώτες μετανάστες στην Αμερική από το 1900 έως το 1925» ότι δύο Αγερσανιώτες  με το ίδιο ονοματεπώνυμο κατάφεραν να φτάσουν στον τελικό τους προορισμό. Ο ένας ονόματι Γεώργιος Καραμανής 29 ετών με το πλοίο «Oceania» φτάνει στην Αμερική την 24 Φεβρουαρίου 1911 και ο άλλος ετών 20 με το πλοίο «Ivernia» φθάνει στην Αμερική την 16 Αυγούστου του 1912.

Λόγω του ότι στον πίνακα δεν αναφέρονται τα πατρώνυμα δεν έχω τη δυνατότητα να προσδιορίσω ποιος εκ των δυο ήταν ο παππούς μου αλλά αυτό έχει δευτερεύουσα σημασία.

Ο θείος μου Κώστας Καραμανής, γιος του Γεώργιου Καραμανή, σε συζήτηση μας την 20η Σεπτεμβρίου 2016 επιβεβαιώνει το ταξίδι του παππού αλλά θυμάται λιγοστά από  αυτό, και αυτά από σπάνιες αφηγήσεις του ίδιου του παππού Γιώργη.

Κώστας Γ.Καραμανής(Κατσιμίδης)
(Αρχείο Αρτεμις Χίου -Αναγνωστοπούλου)

Παρατίθεται  ο διάλογος μας:

- Ο παππούς σου ήτανε στην Αμερική.

- Ποιος παππούς;

- Ο Γιώργης α…δεν τα ξέρεις. Πρέπει να συζητούμε για να μαθαίνεις περισσότερα.

- Πότε πήγε ο παππούς στην Αμερική πριν πάει στην Αλυκή;

- Πριν. Ο μπαμπάς μου είχε  πάει νεαρός, πριν πάει στρατιώτης.

- Θυμάμαι ότι είχε πάει ως φαντάρος στο μικρασιατικό πόλεμο (λόγω του ότι ήμουν μικρός τότε, δεν έχω συγκρατήσει πολλά από τα γεγονότα που  μου είχε αφηγηθεί ο παππούς).

-Είχε πάει στον πόλεμο το 1918 και 1920, πότε ήταν…Η πατρίδα τον ζήτησε και πήγε. 

Δεν ήτανε μόνο ο πατέρας  μου στην Αμερική.

Ήταν και ο «Ζιάννος» (παρατσούκλι βγαλμένο από τους Αγερσανιώτες) και  ο Καρεγλάς (παρατσούκλι «Κόπανος» από το Γλινάδο), καθώς και πολλοί ακόμη άνθρωποι που δούλευαν εκεί.        Όπως μου είχε πει λοιπόν ο πατέρας  μου τότε τους επιστράτευσε  το κράτος και επέστρεψαν στην Ελλάδα χωρίς να ξαναπάνε πίσω στην Αμερική.

-Θυμάμαι ότι κάτι μου είχε πει. Στην Αμερική όμως πως βρέθηκε θείε;

-Πήγανε για δουλειά. Η μάνα μου και η γιαγιά, το ξέρεις, ότι είχανε πάει ..

-Στην Κωνσταντινούπολη..

- Α!! Μπράβο!!

-Αυτό το θυμάμαι γι’ αυτό ήξερε και τα γαλλικά.

-Πήγε η γιαγιά μου η Μαρία να δουλέψει στην Πόλη γιατί ήτανε χρεωμένη η οικογένεια από  τα χωράφια που είχανε αγοράσει και τα οποία ήθελε να τα κατάσχει  το κράτος επειδή δεν είχανε χρήματα να πληρώσουνε το δάνειο.

Η γιαγιά η Μαρία όταν πήγε στην Κωνσταντινούπολη πήρε μαζί της και την μάνα μου και τη γιαγιά σου την Καλλιόπη. Την έβαλε εκεί σ’ ένα σχολείο και έτσι έμαθε και γαλλικά.

-Πολλά χρόνια έκατσε ο παππούς στην Αμερική;

-Ο μπαμπάς μου; Λίγα κάθησε. Το μόνο θυμάμαι από αυτά που μου είπε ήταν ότι το εργοστάσιο  είχε ένα μεγάλο προαύλιο και το αφεντικό που είχε το συνεργείο με τους εργάτες τους άφηνε να κάνουν μόνο 12 λεπτά διάλειμμα  για κολατσιό και ξεκούραση.

Στην αυλή λοιπόν υπήρχε ένα κομμάτι μάρμαρο και ήθελε  να δοκιμάζει τους πιο δυνατούς ανάμεσά τους.

Πολλοί επιχειρούσανε να σηκώσουνε ψηλά το μάρμαρο. Άλλοι το σηκώνανε λίγο πάνω από τη γη, άλλος το σήκωνε λίγο πιο ψηλά, άλλος πιο πάνω.

Τέλος πάντων κανένας δεν είχε καταφέρει να το σηκώσει στην ανάταση.

Λέγανε λοιπόν οι Έλληνες του Καρεγλά(Κόπανου) να σηκωθεί να πάει αλλά αυτός δεν πήγαινε .

Αφού αρνιότανε, τον σπρώξανε και πήγε προς το μάρμαρο αλλά ο εργολάβος του έγνεψε να φύγει μην πάθει καμιά ζημιά επειδή δεν του γέμιζε το μάτι ότι μπορεί.

Αφού τον είδε ότι έσφιγγε το ζωνάρι του  άρχισε να υποψιάζεται ότι για να τα κάνει αυτά  μπορεί και να τα καταφέρει.

Πιάνει λοιπόν το μάρμαρο το σηκώνει στην ανάταση και του δίνει και μια και πέφτει στο χώμα πίσω από την πλάτη του.

-Είχα ακούσει  ότι ήτανε πολύ δυνατός αυτός ο άνθρωπος.

 

O παππούς λοιπόν μετά από αρκετά χρόνια που ήταν φαντάρος και μετά από διάφορες ταλαιπωρίες στη Μικρασία γυρίζει στο χωριό, στον αγώνα του τόπου του και στην οικογένειά του. Λίγα χρόνια αργότερα προσλαμβάνεται ως φύλακας στην Αλυκή. 

Ο Θείος Κώστας αναφέρει στην ίδια συζήτηση:

-Ο παππούς πότε πήγε εκεί θείε θυμάσαι;

-Ο παππούς πήγε ως φύλακας στην Αλυκή το 1935. Εγώ ήμουν τότε  8  χρονών.

Από εδώ και πέρα αρχίζει μια νέα περίοδος στον τρόπο ζωής της οικογένειας  η οποία ήτανε ταυτισμένη με τη ζωή στην Αλυκή.

Ποια ήταν όμως η Αλυκή του τότε;

Η λιμνοθάλασσα της Αλυκής αλλά και οι γύρω από αυτήν  εκτάσεις αποτέλεσαν τον  18ο, 19ο και τον 20ο αιώνα μεγάλο κεφάλαιο για την οικονομία και την διατροφή όχι μόνον του Αγερσανιού, της Χώρας  και των λιβαδίτικων χωριών αλλά ίσως και του νησιού συνολικά.

Για το λόγο αυτό η εκμετάλλευση της παραγωγής αποτελούσε κρατικό μονοπώλιο με τα έσοδα του οποίου το ελληνικό κράτος αποπλήρωνε τα δάνεια που είχε πάρει από ξένες χώρες.

 

Δημοσιεύει πάλι ο «Ορεινός Αξώτης» στο ιστολόγιό του  με τίτλο «οι αλυκές της Νάξου και τα ακατάλληλα λιμάνια της στα 1700»

«Το 1700 ο περιηγητής Tournefort στο βιβλίο του «Ταξίδι στην Κρήτη και τις Νήσους του Αρχιπελάγους» στο κεφάλαιο για τη Νάξο γράφει:

«…ο Ιωάννης Καμενιάτης, ο οποίος περιέγραψε την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Σαρακηνούς το έτος 904, διηγείται πως ο ίδιος αιχμαλωτίστηκε και οδηγήθηκε μαζί με άλλους στην Κρήτη σαν σκλάβος. Ο στόλος των Σαρακηνών που τους μετέφερε στην Κρήτη προσορμίσθηκε στη Νάξο για να απαιτήσει τον τακτικό φόρο υποτελείας, αλλά υπέφερε πολύ στο λιμάνι του Ιχθυοτροφείου (Ζωνταρίου) που σήμερα ονομάζουν λιμάνι των Αλυκών, στα δεξιά του λιμανιού του Κάστρου».

Στο λιμάνι των Αλυκών πιάνουν ακόμη πολλούς κέφαλους και χέλια χρησιμοποιώντας φράχτες από καλάμια που είναι δεμένα μαζί. Οι φράχτες διπλώνουν σαν τα παραβάν. Τους τοποθετούν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τα ψάρια που έχουν μπει από ορισμένες εισόδους να μην μπορούν να βγουν. Παρόμοιους μηχανισμούς αλλά πολύ μεγαλύτερους και πιο αποδοτικούς, χρησιμοποιούν στη διώρυγα της Μαρτίγκ της Προβηγκίας. Η εφεύρεση αυτή είναι πολύ παλαιά. Οι φράχτες των καλαμιών διατηρούνται επί μεγάλο διάστημα. Τους μεταφέρουν, όταν χρειασθεί, σαν τις περιφράξεις που φτιάχνουν για τις στάνες προβάτων.

Το δικαίωμα αλιείας, το τελωνείο και οι αλυκές της πόλης μισθώνονται στη Νάξο για 800 μόνο κορώνες . Αντιστοιχούν λοιπόν 12 – 15 μεζούρες αλατιού σε μια κορώνα και κάθε μεζούρα ζυγίζει 120 λίμπρες Γαλλίας.

Το λιμάνι των Αλυκών είναι ακατάλληλο για μεγάλα πλοία, όπως άλλωστε και τα άλλα λιμάνια του νησιού, που είναι όλα εκτεθειμένα στον βοριά ή στον «σορόκο».

Πως διαμορφώθηκε όμως η Αλυκή του σήμερα;

Η Αλυκή της Νάξου είναι ο μεγαλύτερος και σημαντικότερος παράκτιος υδροβιότοπος των Κυκλάδων τόσο από άποψη βιοποικιλότητας και πληθυσμών όσο και από την σπανιότητα των πουλιών που βρίσκουν προσωρινό ή μόνιμο καταφύγιο στα νερά των 1000 στεμμάτων του.
Η λιμνοθάλασσα είναι ενταγμένη σε εθνικές και διεθνείς συνθήκες προστασίας, τις οποίες δυστυχώς ελάχιστοι σέβονται.

Εδώ αξίζει να γίνει μια αναφορά  για την διαδικασία αλλαγής του τοπίου της Αλυκής που έγινε τη δεκαετία του 1960 και που  μου  έχουν αφηγηθεί  οι συγχωριανοί μου.

Λέγεται λοιπόν ότι οι Αγερσανιώτες διαμαρτύρονται εντόνως στον αείμνηστο Αριστείδη Πρωτοπαπαδάκη να κλείσει το φράγμα γιατί η θάλασσα κατέστρεφε  τα χωράφια τους και τα έκανε ακατάλληλα για την παραγωγή της πατάτας καθώς  και των άλλων καλλιεργειών.

Δικαίως βέβαια γιατί η γεωργία ήταν τότε η μοναδική οδός επιβίωσης των Αγερσανιωτών και κάθε τετραγωνικό μέτρο ήταν  πολύτιμο.

Η απάντηση του Πρωτοπαπαδάκη στις πιέσεις λέγεται ότι  ήταν η εξής: «Θα την κλείσω αλλά μια ημέρα θα το μετανιώσετε».

(Φωτογραφικό αρχείο Στέφανου Κληρονόμου)


                                                          Πανοραμική άποψη της Αλυκής

                                                               (Φωτ.Ι.Μελισσουργός)


Αλυκή 2015
(Φωτ.Ι.Μελισσουργός)

 

Αλυκή 2016
(Φωτ.Ι.Μελισσουργός)


Επιστροφή στην περίοδο λειτουργίας του αλατοπηγείου.

 Απόσπασμα   από τη δημοσίευση του «Ορεινού Αξώτη» στις 4-12-2015.

 Διαβάζουμε στο Φ.Ε.Κ. με αριθμό φύλλου 108 της 14ης Μαΐου 1911 :

 «… περί εγκρίσεως των πρακτικών της επαναληπτικής δημοπρασίας περί πενταετούς εργολαβίας της καλλιέργειας και συλλογής των αλάτων της αλυκής Νάξου…έχοντας υπόψη τα πρακτικά της κατά την 5η Μαΐου ενεργηθείσας δημοπρασίας περί πενταετούς εργολαβίας της καλλιέργειας και συλλογής των αλάτων της αλυκής Νάξου , για την οποίο παρουσιαστεί μόνο ένας μειοδότης ο Αντώνιος Ιωαν. Δημητροκάλης , προσενεχθείς με τιμή 11,50 δραχμών τις χίλιες οκάδες παραδιδόμενου άλατος, εγκρίνουμε τα πρακτικά αυτής της δημοπρασίας και καλούμε τον παραπάνω Α. Δημητροκάλη, όπως συμμορφωθεί προς όλους τους όρους της οικείας διακηρύξεως .

 

Αθήνα 12 Μαΐου 1911

Ο υπουργός

Εμμ. Α. Μπενάκης»


Ήταν τόσο μεγάλη η διακινούμενη ποσότητα δε που γινόταν από οργανωμένο σωματείο.

«Στο Αγερσανί υπάρχει σωματείο Μεταφορέων Άλατος της Αλυκής Νάξου το οποίο μάλιστα κάνει απεργία για αύξηση της αμοιβής μεταφοράς. Το αίτημα γίνεται αποδεκτό από τον αρμόδιο Υπουργό ο οποίος ενέκρινε το ποσό που ζητήθηκε και ήταν 2 και 1/2 δραχμές κατά οκά αλατιού δηλαδή το 10% της αξίας του αλατιού όπως ήταν και προπολεμικώς σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας Ναξιακό Μέλλον στις 15 Δεκεμβρίου 1945». Πηγή: Βιβλίο «ΑΓΕΡΣΑΝΙ – ΝΑΞΟΥ», σελ.141-143.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες λοιπόν το αλάτι ήταν σπουδαίο προϊόν και για το λόγο αυτό οι εγκαταστάσεις και η αποθήκευση έπρεπε να  φυλάσσονται από περιπτώσεις κλοπής ή φυσικών καταστροφών.

Ο Γεώργιος Κωνσταντίνου Καραμανής («Κατσιμίδης»), ο πατέρας της μητέρας μου, προσλαμβάνεται το 1935  φύλακας εκεί και  μάλιστα ήταν  ο τελευταίος γιατί μετά άλλαξε η κρατική πολιτική και όλα εγκαταλείφθηκαν.

Οι εγκαταστάσεις με το πέρασμα των χρόνων  εξαφανίστηκαν, το νερό γλύκανε και μετά η περιοχή αποξηράθηκε. Τα χαντάκια επίσης ξεράθηκαν και κάθε μορφή θαλάσσιας ζωής εξαφανίστηκε.

Απομεινάρι κτίσματος (καμάρας)
(Φωτ. Ι.Μελισσουργός)

 

Απομεινάρια κτισμάτων
Φωτ. Ι.Μελισσουργός)



Σήμερα η ύπαρξη του αεροδρομίου, το πρόσφατο ξερό τοπίο  και η παράνομη και απαράδεκτη ρίψη απορριμμάτων έχουν αφαιρέσει κάθε ίχνος της κάποτε έντονης ανθρώπινης δραστηριότητας.

Ο «Κατσιμίδης» υπηρετεί νυχθημερόν ως φύλακας στην Αλυκή και η οικογένειά του χωρίζεται μεταξύ χωριού και Αλυκής. Τα κορίτσια, η Μαρία που είχε τη φροντίδα του σπιτιού και των μικρότερων αδελφιών και της λαλάς Μαρίας, η Άννα και η Φωτεινή, καθώς και ο γιος του Κώστας  μοιράζουν τη ζωή τους στο χωριό και στα κτήματα της οικογένειας,  και εκείνος μόνιμα  πια στην Αλυκή ενώ η γυναίκα του, η γιαγιά Καλλιόπη («Καλή»), πότε στο χωριό και πότε στην Αλυκή.



Η γιαγιά Καλή

(Φωτ.Ι.Μελισσουργός)


Αριστερά η γιαγιά Μαρία και δεξιά η γιαγιά Καλή στα νιάτα τους

(Αρχείο Ι.Μελισσουργός)


Αφηγείται ο θείος Κώστας:                    

-Και πήγε το 1935 ο παππούς και απλά ο παππούς φύλακας ήτανε ουσιαστικά.

-Φύλακας.

-Μου έλεγε η μητέρα μου ότι αυτή και οι θείες πηγαίνανε που και που στην Αλυκή αλλά η οικογένεια έμενε στο πάνω χωριό.

-Ναι μόνο η Άννα έμεινε μερικές μέρες και η συγχωρεμένη η γιαγιά Μαρία (μητέρα της γιαγιάς Καλής) ερχότανε εκεί και καθίζανε και έστελνε την θυγατέρα της,  τη μάνα μου στο χωριό τις καλές ωραίες ημέρες και τις γιορτές π.χ. των Χριστουγέννων και φρόντιζε το σπίτι και τα παιδιά.

Η γιαγιά (λαλά) Μαρία Καπρή

(Αρχείο Ι.Μελισσουργός)

Το σπίτι στο χωριό ήταν γονικό φαίνεται του Βασίλη του Καπρή /(ο πατέρας της γιαγιάς  Καλής)

-Ταλαιπωρίες…Πόσα χρόνια έκατσε ο παππούς στην Αλυκή  και πότε πήρε σύνταξη από εκεί;

-Τη σύνταξη πρέπει να την πήρε γύρω στο 1949 στα πρόθυρα του 1950.

Επίσης για να ξέρεις, ο παππούς πήγαινε και στην τράτα για ψάρεμα με τους Σέργηδες.

Η Αλυκή όμως, εκτός των άλλων συνδέθηκε και με τα έθιμα του χωριού και κυρίως της Καθαρής Δευτέρας όπου όλοι οι Αγερσανιώτες και πολλοί Χωραίτες, Γλιναδιώτες μαζεύονταν και διασκέδαζαν τρώγοντας τα θαλασσινά της  με τα υπόλοιπα σαρακοστιανά, το ντόπιο κρασί και χόρευαν με τους γλυκούς ήχους της τσαμπούνας των Εργηδων Γιώργη, Βασίλη και Βαγγέλη Πολυκανδριώτη και με την φιλοξενία του  οικοδεσπότη Γιώργη Καραμανή («Κατσιμίδη»).

Μια Καθαρή Δευτέρα στην Αλυκή

(Αρχείο Ι.Μελισσουργός)


Ζήτησα από το θείο επί τη ευκαιρία να μου πει, αν θυμάται, πως γινότανε η παραγωγή του αλατιού γιατί πολλοί πιστεύουν ότι το αλάτι δημιουργείται από την εξάτμιση του αλμυρού νερού και μόνο.

Θα παραθέσω την αφήγησή του αν και το κύριο θέμα δεν είναι η παραγωγή και συγκομιδή του αλατιού της Αλυκής:

-Τότε χτίστηκε και η καμάρα (δηλαδή το 1935 που πήγε ο παππούς);

(Σημ.: Καμάρα ήταν το κτίριο διαμονής του φύλακα και δίπλα το κτίριο των μηχανολογικών εγκαταστάσεων.)

-Ήτανε το κτίριο.

-Ητανε άλλος πριν εκεί;

-Θα σου πω. Υπήρχε κάποιος που δεν  ήτανε δηλαδή τεχνίτης εκπαιδευμένος αλλά ήξερε τη διαδικασία.

Ήτανε ο μπάρμπα Γιώργης που λέγανε.

-Αγερσανιώτης ήταν αυτός;

-Αγερσανιώτης.

-Από ποια οικογένεια ήτανε αυτός;

-Την οικογένεια του δεν την γνωρίζω αλλά ήτανε Αγερσανιώτης.

-Άρα, ήτανε κτισμένο το αλατοπηγείο και η καμάρα.

-Εν πάση περιπτώσει αυτός το έπηζε  το αλάτι, το μαντρώνανε  και στη συνέχεια το κουβαλούσανε κάτω στις Ασκέλες (περιοχή του χωριού στην Αλυκή), εκεί που ήτανε ένας κέδρος και ήτανε του «Σακκουλά» (παρατσούκλι του γερο Αρτέμη Αρτσάνου) και το σωριάζανε.

Το μεταφέρανε οι εργάτες  στους σωρούς μέσα σε τζιμπίλια στην πλάτη. 

Μεταξύ των εργατών θυμάμαι και τον Γιάννη Καπρή («Καπιρογιάννη») που δούλευε για αρκετό διάστημα όπως και άλλοι από το χωριό μας.

Μετά σταμάτησε η παλιά διαδικασία με τον Αγερσανιώτη που είπαμε παραπάνω , και ήρθε ο Σινασκέρης μέσα και τότε κατασκευάστηκαν  οι γούρνες αυτές (αυλές) και ο μύλος. 

-Ο Σινασκέρης ήταν από τη Χώρα;

-Αυτός ήτανε Μικρασιάτης με επώνυμο Σινασκέρης.

-Και αυτός το εκσυγχρόνισε έβαλε μύλο κι έφτιαξε αυλές;

-Αυτός δεν ξέρω αν τα ‘φτιαξε γιατί και το σπίτι ήτανε αλλά αυτός ήτανε τεχνίτης που είχε σπουδάσει τη δουλειά.

Αυτός λοιπό είχε  γράδο και γραδάριζενε το νερό. Υπήρχαν καζάνια και το έπαιρνε  το νερό από την Αλυκή και μετέφερε  στο καζάνι.

Όταν το νερό έπαιρνε μια ορισμένη θερμοκρασία το έβαζε σε ένα άλλο και το ανέβαζε σε μια άλλη θερμοκρασία και μετά το διοχέτευε  σε μια αυλή που ήτανε δίπλα .

Στη συνέχεια πρόσθετε άλλο νερό σιγά σιγά και το νερό έπηζε  και έτσι γινότανε το αλάτι.

-Δεν γινότανε από τον ήλιο που εξάτμιζε το νερό και έμενε το αλάτι;

-Όχι, τεχνικά γινότανε και έβγαινε αλάτι χοντρό που με τσεκούρι κοβότανε σε κομμάτια σε ορισμένες αυλές.

Πρόσφατα ο θείος μου είπε και για την κλοπή του αλατιού που κάνανε μερικοί τις νύχτες από τους σωρούς του αλατιού που ήτανε έτοιμοι για  να μεταφερθούν με τα ζώα  στη Χώρα στο Μονοπώλιο.

-Άκου να σου πω και αυτό. Τη νύχτα παραφυλάγαμε γιατί πηγαίνανε μερικοί και κλέβανε το αλάτι  και το πουλούσαν παράνομα. Άλλες φορές φορές το πουλούσανε σε ανθρώπους που το χρειάζουντανε για κάποιες συντηρήσεις πχ τροφίμων και άλλες φορές το μεταφέρανε στην περιοχή της Πλάκας τη νύχτα που τους περιμένανε καίκια από την Πάρο την Νιό και την Αμοργό και τους το πουλούσανε. Τη μια βραδιά φύλαγε ο παππούς ο Γιώργης και την άλλη εγώ. Μας είχε  δώσει ο  αδελφός της γιαγιάς Καλής, ο Γιάννης ο Καπρής («Κοτρώνης»), μια καραμπίνα και την είχαμε  για τη φύλαξη και προστασία.

Μια βραδιά λοιπόν καθώς έκανα περιπολία προς τους σωρούς του αλατιού και στις αυλές με ένα καλό ραβδί παίρνω χαμπάρι τη σκιά ενός ανθρώπου.

Πάω σιγά και κοντά και βλέπω ένα άνθρωπο που ήτανε σκυμμένος και μάζευε  αλάτι. Ήταν πολύ απασχολημένος και δε με πήρε χαμπάρι.

Την ώρα που σηκώνω το ραβδί να τον χτυπήσω πάτησα στην άκρη ενός αυλακιού και παραπάτησα προς τα πίσω και τη γλύτωσε.

Ευτυχώς που έγινε έτσι και δεν τον χτύπησα τον άνθρωπο γιατί θα τον  σκότωνα οπωσδήποτε.

-Μα γνώρισες  μπάρμπα ποιος ήτανε;

Τον γνώρισα και θα σου πω, αλλά δεν θα το πεις πουθενά. Είναι βέβαια πεθαμένος σήμερα ο άνθρωπος αυτός.

Οι περισσότεροι βέβαια που κάνανε αυτή τη δουλειά ήτανε Αγερσανιώτες.

Ο παππούς Κατσιμίδης μετά τη σύνταξη έζησε ειρηνικά για πολλά χρόνια με τη γιαγιά Καλή στο απάνω χωριό και στα πολύ γεράματα στην Αρακοπούλα παίζοντας την αγαπημένη του πρέφα στα καφενεία του κάτω χωριού.

Μια μικρή δική μου συνεισφορά στην μνήμη του.

Σημ.: Στην πρώτη ανάρτηση είχα μεταφέρει αυτούσια την αφήγηση του θείου Κώστα για να προσδώσω αυθεντικότητα στην αφήγηση.

Επειδή όμως η αφήγηση ήταν στην αγερσανιώτικη διάλεκτο και αρκετοί δεν θα καταλάβαιναν πολλές από τις λέξεις με αποτέλεσμα να χάσουν το νόημα και την συνέχεια της αφήγησης, αποφάσισα να την μεταφέρω στη σημερινή καθομιλουμένη.


 Φιλολογική Επιμέλεια Κειμένου:Μαρία Μελισσουργού(Φιλόλογος)


 


3 σχόλια:

  1. Συγκινητική ιστορία της Αλυκής και του αλατιού!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αγαπητέ Ιάκωβε, αγαπητή Μαρία,
    αντιλαμβάνεσθε ότι τέτοια κείμενα με θέλγουν ιδιαιτέρως και με συγκινούν. Συγχαρητήρια!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Καλησπέρα κ. Σέργη, εύχομαι να είστε καλά!

    Είναι αλήθεια ότι και εγώ καθώς επιμελούμαι το κείμενο του πατέρα μου διαβάζω για πρώτη φορά ενδιαφέρουσες ιστορίες από τον τόπο καταγωγής μας και συγκινούμαι. Χαίρομαι ιδιαιτέρως που άνθρωποι κι επιστήμονες όπως εσείς που έχουν πραγματικό ενδιαφέρον κι αγάπη για τον τόπο τους ανταποκρίνονται θετικώς και ενθαρρύνουν την προσπάθεια του πατέρα μου να μοιραστεί τις μνήμες και εικόνες που έχει από το νησί.

    ΑπάντησηΔιαγραφή