Γράφει ο Νικόλαος Πολίτης στο έργο του Οι παραδόσεις του Ελληνικού Λαού
Οι
αντρειωμένοι
Του παλιού καιρού οι
αθρώποι δεν ήτανε σαν τσοι σημερινοί· ήτανε αντρειωμένοι κι εμπορούσαν να σηκώσουνε
με το΄να τους χέρι αυτό το χάλαρο,και να
τόνε σβουρίξει να πάει ώσπου θωρεί το μάτι σου.
Η
αθρωπότη,παιδί μου αχάμνησε· η συχωρεμένη η λαλά μου μου λέενε το πως θε νάρθει
ένας καιρός να γίνουνα οι αθρώποι τόσο μικροί ,που να ανεβαίνουνε στη ροβιθιά
να τινάζουν τα ροβίθια.
Ο τζίτζικας,ο μελίντακας,η μέλισσα και η ρογιά
Ο
τζίτζικας,ο μελίντακας,η μέλισσα και η ρογιά(αράχνη) ήτανε αδέρφια. Σαν
ηπέθαινεν η μάνα τωνε και τσοι κάλεσε να τώνε δώκει την ευκή τση,μόνου η
μέλισσα ηπήαινεν,οι άλλοι οξωνού.
Τση
φκηστήκενε λοιπόν να κάνει το κερί να ΄ναι για τ’ς άγίοι και το μέλι να το τρών οι αθρώποι.
Των
αλλωνώ ηβαρυγκομήστηκενε, και στη ρογιά είπενε «όλη τη νύχτα να ΄φαίνει και το
πρωί να τση το ξεφαίνουνε»· στο μέρμηγκα είπενε «όλον το χρόνο να κουβαλεί και
να τρώει ένα κουκί».Στον τζίτζικα «να φωνάζει,να φωνάζει και να σκα».
Τα στοιχειά των πηγαδιών(Απείρανθος)
Το
πηγάδι το Κρηνί έχει το στοιχειό του,και αυτό δεν βγαίνει πάντα το ίδιο,αλλά
πότε παρουσιάζεται σαν ένα ζώο,πότε σαν άλλο.
Και
στο πηγάδι που το λένε Καραβά το στοιχειό είναι γάτα που υφαίνει.
Ο φυρός τράγος(Απείρανθος)
Πολλές
φορές στις μάντρες βγαίνουν κακά στοιχειά και φέρνουν ψόφο στα γιδοπρόβατα. Και αναγκάζονται οι τσοπάνηδες για να
γλυτώσουν τα ζωντανά τους να τα φύγουν από κει που ΄τάχαν και να τα πάνε
σ΄άλλον τόπο μακρινότερο.Και όταν τα φεύγουν,βγάνουν τα γλωσσίδια απ΄τα
κουδούνια για να μην τ΄ακούσει το στοιχειό και τ΄ακολουθήσει και έχουν τα ίδια.
Ένας
είδε μια φορά ένα τέτοιο στοιχειό.Ηταν
σαν τράγος φυρός,και
γύριζε με βουή τη μάντρα και σε λίγο χάθηκε.
Η πλάση του ανθρώπου
Ο
Θεός σαν ήκαμενε τσοι αθρώποι,τ’ς ήφηκενε σκιστοί από τον αφαλό και κάτω και
τ΄σ ήδωκενε τ΄αγγέλου να τ΄ς απορράψει.
Εκείνος
ήπιασενε πρώτα τον άντρα,τον ήραψενε και στο τέλος ήκαμενε ένα κόμπο ,ήκοψενε
την κλωστή κι αφήκεν έναν κομματάκι να κρέμεται για να μη λύσει ο κόμπος· απέ ήπιασενε
τη γυναίκα,ήραβγεν,ήραβγεν ,ήραβγεν κι αποραμμό δεν είχεν. Ηβαριέστησενε πια κι
εκείνος,κι ήφηκενε, σα μισό αγκινόστομο, άρραφο.
κι όπως τ’ς ήφηκεν,έτσι ως τώρα μένουνε.
Το κρασί
Σαν
ήκαμεν ο Θεός τον κόσμο,ηδιαολήθηκε την άλλη μέρα να ρωτήξει όλα τα πλάσματα
πώς τωνε φαίνετε,κι αν έχει κανένα
κουσούρι να το σιάξει.
Το
΄μαθεν ο διάολος και βρίσκει μονομιάς τον πετεινό και το γουρούνι και τα ρωτά,
«Πώς
σας φαίνεται ο κόσμος;»
Λέει
«Καλός».
«Ένα
πράμα καμένα ,του λείβγεται· μια ρίζα χαμηλή που κάνει πολλές πολλές ρώ’ες κολλημένες σε ένα τσάμπουρο, γλυκές,σταφύλι
τσι λένε· πίνεται ζουλιστό κι είν΄ακόμη πιο γλυκό. Μον αύριο σα σας ρωτήξει ο
Θεός να του το πείτε»
Την
άλλη μέρα συγκαλεί ο Θεός όλα τα ζα και τα ρωτά για τον κόσμο. Όλα από μικρά ως
με’άλα λέει «Καλός».
Λε’
«Αμέ σεις πετεινέ και γουρούνι που κάθεστε χώρια,σαν από μια επαρχία,δε μιλείτε
μόνου κάθεστε συλοιστά;’»
«Ιντα
να σου πούμενε δημιουργέ,όλα καλά κι άξια· ένα ντεντρουλάκι μικρό λείβγεται που
κάνει στρογγυλές ρώ’ες και τσι στύβουνε και γίνεται το κρασί».
Ο
Θεός αμέσως είπενε «Γεννηθήτω άμπελος και κλήμα·όποιος δεν πιεί καθόλου να ΄χει
την κατάρα μου! Όποιος παραπιεί να κάνει του πετεινού τα μυαλά και του
γουρουνιού τη μούρη!».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου