Γεννήθηκα
σε εποχές που ότι αποκτούσαμε και ότι γευόμαστε στο χωριό έβγαιναν με κόπο.
Με
κόπο να σπείρεις-να βάλεις την πατάτα, με κόπο να θερίσεις-να βγάλεις την
πατάτα, με κόπο να αλωνέψεις-με κόπο να σακιάσεις και να μεταφέρεις την πατάτα,με κόπο τη ζωοτροφή με κόπο να πουλήσεις το ζώο σου και με κόπο να κερδίσεις τη δραχμή που σου άφηνε ως υπόλοιπο ο μεσάζοντας της χώρας και τέλος
με κόπο να πας και να γυρίσεις από το Γυμνάσιο στη χώρα με τα πόδια μέσα από τους ποταμούς και τους λεγκούς (λακούβες
με νερό) του λιβαδιού για γράμματα που θα σε οδηγήσουν στην ευκολία περνώντας από τον επαγγελματικό
φούρνο να πάρεις το ψωμί σου και στο πολυκατάστημα το κρέας και ότι άλλο.
Ίσως
λοιπόν επειδή ότι γευόμασταν ήταν στο ξαπόσταμα και ήταν
λίγο και που και που να ήταν πιο γλυκό.
Τα
χρόνια πέρασαν και εμείς μείναμε να
επιμένουμε και να μην γινόμαστε πιστευτοί ότι το ψωμί που έμπαινε με κόπο, πικρό στον ξυλόφουρνο της γειτονιάς, έβγαινε
μέλι.
Μα
ήταν έτσι.Θες η νοστιμιά του κρέατος να οφείλεται στην ντόπια ράτσα, στην χωρίς φάρμακα τροφή, θες το όσπριο και το δημητριακό να οφείλεται στο σπόρο, θες στο περιβάλλον, θες
στο νερό, θες ο κόπος;
Εγώ
σήμερα θα γράψω για το ψωμί,για το καρβέλι,για το παιδικό ψωμάκι.
Δεν
θα δώσω συνταγή μα ούτε και θα πω πόσο ζυγίζει ο κόπος μέχρι το αλεύρι να γίνει το καρβέλι της εβδομάδας.
Μια
περιγραφή διανθισμένη με μερικές εικόνες απλά για να δείτε ως νέα παιδιά τον κόπο και
να μυρίσετε, όχι να γευτείτε,δεν μπορείτε να έχετε αυτή τη δυνατότητα..... την γλύκα.
Πρώτα από όλα πριν τα χρόνια μου οι αγερσανιώτες είχαν
το δικό τους στάρι και κριθάρι το άλεθαν στους μύλους του χωριού και είχαν το
αλεύρι τους.
Στα χρόνια μου δεκαετίες 1950,60 και μέσα του 1970 το
αλεύρι αρχίσαμε να το αγοράζουμε έτοιμο από τα παντοπωλεία του χωριού χύμα.
Η διαδικασία για να γίνει το αλεύρι ψωμί είχε ως εξής:
Tο «πιάσιμο» του
προζυμιού ,που κράταγε χωρίς διακοπή στο σπίτι της ανανεώνοντάς το κάθε νοικοκυρά από την ημέρα του γάμου της ,γινόταν πάντα σε ξύλινη σκάφη την
Παρασκευή το βράδυ μαζί με το κοσκίνισμα του αλευριού.
|
Ξύλινη σκάφη(φωτ.Ι.Μελισσουργός) |
Έκαναν
ένα μικρό λάκκο στο κέντρο και εκεί έλιωναν το προζύμι με ζεστό νερό και το
ζύμωναν μέχρι να γίνει ένα απλό ζυμάρι. Το άφηναν όλη νύχτα σκεπασμένο ώστε να
μένει ζεστό και ''να γίνει''.
Το Σάββατο πρωί- πρωί το προζύμι ήταν φουσκωμένο και αφού
προσθέτανε και αρκετό νερό το ζύμωναν μαζί με όλο το αλεύρι. Το έπλαθαν σε
καρβέλια βάζοντας τα μέσα στην ''πινακωτή'' και περίμεναν μέχρι να ''ανέβουν''.
|
Πινακωτή |
Στη συνέχεια παίρναμε σκεπασμένη την πινακωτή με τα
χέρια και την μεταφέραμε στον
κοντινότερο φούρνο της γειτονιάς.Η μάνα μου χρησιμοποιούσε κατά περίπτωση διαθεσιμότητας, δυο φούρνους ένα στην Αρακοπούλα που ανήκε
στη Μαρία Κάβουρα (Τσαρούχη) και ένα στο παλιάμπελο που ανήκε στην Φωτεινή
Κάβουρα(Μπιρικοστέλιου).
Φούρνοι που κάπνιζαν κυρίως κάθε Σάββατο και τις γιορτινές ημέρες, υπήρχαν σε πολλά σημεία του χωριού, έτσι που θα μπορούσε να πει κανείς ότι κάθε οικογένεια,σόι και γειτονιά είχε τους δικούς της φούρνους,τόσο στο πάνω όσο και στο κάτω χωριό.
Όταν άναβαν οι φούρνοι,στα ρουθούνια όλων των κατοίκων του χωριού έμπαινε και μένει αξέχαστη η μυρωδιά του φρύγανου και του σχινόκλαδου.Μάλιστα μπορούσες να προσδιορίσεις και ποιος φούρνος άναψε πρώτος.
Τα υλικά για το άναμα του φούρνου, φρύγανα και κυρίως σχινόκλαδα και σχινοκούτσουρα, τα έφερναν από τους γύρω λόφους του χωριού τα φρύγανα,ενώ τα υπόλοιπα υλικά κόβοντας τις σχινιές που χρησιμοποιούνταν ως φράχτες μεταξύ των χωραφιών.
Η μεταφορά τους από το σημείο κοπής για χωριό και τον φούρνο γίνονταν με ζώα σε δεμάτια ή και στις πλάτες των νοικοκυρών .
Ανεξίτηλη μου είναι ακόμη η εικόνα της γερόντισσας Παρασκευής Μαργαρίτη(Μπατζίρα) που διέσχιζε όλο το χωριό,σχεδόν καθημερινά ,άλλοτε με φρύανα, άλλοτε με ξύλα για τον φούρνο της .
|
Ξυλόφουρνος |
Ο ξυλόφουρνος
άναβε από πολύ πρωί. Έβαζαν στην αρχή φρύγανα για προσάναμα και στη συνέχεια τα ξύλα μέχρι να καεί ο φούρνος τόσο στο δάπεδο όσο και γύρω γύρω και στον θόλο. Αφού
βεβαιώνονταν ότι ήταν εντάξει,(ήταν έτοιμος όταν άσπριζαν οι δυο πέτρες δεξιά και αριστερά της πόρτας)έβγαζαν έξω τη θράκα με το ''συνδαύλι'' και
''πάνιζαν'' το φούρνο με βρεγμένο πανί στερεωμένο σε ξύλο ώστε να βγει έξω και
το τελευταίο καρβουνάκι.
|
Τα εργαλεία του φούρνου |
Παίρνοντας τα καρβέλια ένα ένα, τα έβαζαν πάνω στο
''φουρνόξυλο'' και τα τοποθετούσαν μέσα στο φούρνο. Έκλειναν το πορτάκι του
φούρνου και άφηναν το ψωμί να ψηθεί.
|
Ο Ξυλόφουρνος με τα εργαλεία του |
|
Φούρνισμα |
Σε όλη την διάρκεια που ψήνονταν το
ψωμί, η μυρωδιά του ξέφευγε από τα μικρά ανοίγματα της πόρτας και μοσχομύριζε όλος ο τόπος.
Σε κάθε φούρνο έφερναν ψωμί για να φουρνίσουν και άλλες
νοικοκυρές, κατόπιν συνεννόησης με την φουρνάρισσα και έτσι σχηματίζονταν μια
όμορφη παρέα γυναικών που μέχρι να βγουν τα καρβέλια πέρναγε την ώρα της με
συζητήσεις και τραγούδια μερικές φορές.
Λόγω Σαββάτου εμείς δεν είχαμε σχολείο και συμπληρώναμε την παρέα τους. Όταν έβρεχε είμαστε στο σκεπαστό του φούρνου ή παίζαμε παραδίπλα όταν επέτρεπε ο καιρός.
Κάθε νοικοκυρά για να φουρνίσει το ψωμί της ήταν υποχρεωμένη να φέρει τα δικά της ξύλα για το φούρνο και να αφήσει ως "ενοίκιο" στην ιδιοκτήτρια του φούρνου ένα καρβέλι το λεγόμενο "φουρνιάτικο" .
Εκτός όμως από το ψωμί έψηναν και πεντανόστιμα φαγητά
από γεμιστά μέχρι κρεατικά με πατάτες ή και μακαρόνια και πίτα σεφουκλωτή .
|
Ψήσιμο φαγητών |
Για μας τα παιδιά υπήρχε ξεχωριστή φροντίδα,Η μάνες μας έφτιαχναν για κάθε παιδί ένα μικρό
καρβελάκι και μέσα έβαζαν μπουκουνιά (χοιρινό παστό λίπος με ελάχιστο κρέας στην
άκρη) της οποίας το λίπος έλιωνε και γέμιζε με λίπος το καρβελάκι.
Το ψωμάκι αυτό το
τρώγαμε συνήθως ζεστό αφενός γιατί πεινούσαμε συγχρόνως όμως για να νοιώσουμε όλη εκείνη την μυρωδιά και να πάρουμε τη
γεύση του.
Ακόμη έψηναν και γλυκοπατάτες που ψήνονταν στο μπροστινό μέρος του φούρνου
μέσα στη στάχτη.
Κάθε οικογένεια φούρνιζε τόσα καρβέλια όσο να κρατήσει
το ψωμί για τα μέλη της μέχρι το επόμενο Σάββατο οπότε και θα ετοίμαζαν νέο ψωμί.
Στις γιορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα οι φούρνοι
άναβαν και εκτός Σαββάτου για να ψήσουν τα γιορταστικά φαγητά(βασιλόπιτες,κουλουράκια).
Σιγά σιγά όταν ήρθε ο πρώτος επαγγελματικός φούρνος
στο χωριό (του Δράγαζη) σημερινός του Αντώνη Δημητροκάλλη (του Καπετάνιου) και στη συνέχεια του Στέλιου
Δημητροκάλλη(Μπεξή), εγκαταλείπονταν σταδιακά οι γειτονικοί φούρνοι, που σήμερα άλλοι έχουν γκρεμιστεί,αφού στα σπίτια έγιναν αλλαγές από τους κληρονόμους και άλλοι ερειπωμένοι και μισογκρεμισμένοι.
Με την έλευση του τουρισμού στις παραλίες του χωριού μας, αρχές την δεκαετία του 1970, και μέχρι σήμερα το ψωμί που έψηναν και ψήνουν οι φούρνοι του χωριού μας, προστέθηκε στις γεύσεις των επισκεπτών του Ελλήνων και αλλοδαπών.
Το ψωμί τα πρώτα χρόνια έφτανε στις ταβέρνες και στα εστιατόρια της Αγίας Άννας ,της Πλάκας και του Αη Προκόπη με γαϊδουράκια μέσα σε καφάσια, όπως μαρτυρεί και η φωτογραφία, όπου η αγαπημένη Μαρία Δημητροκάλλη(μπεξή),παραδίδει ψωμιά.
Σήμερα μεταφέρονται με ειδικά διαμορφωμένα αυτοκίνητα.
Αρχείο εικόνων.
Οι φωτογραφίες που συμπληρώνουν το κείμενο εκτός της σκάφης είναι αλιευμένες από το ιντερνέτ.
Αυτές που ακολουθούν είναι δικές μου και είναι για εμένα δύσκολες γιατί είναι ότι απέμεινε σήμερα από δυο φούρνους που έψησαν χιλιάδες ψωμιά και εκατοντάδες φαγητά και σήμερα το μόνο που έχει απομείνει είναι οι εικόνες αυτές που σύντομα θα χαθούν και αυτές.
|
Ο φούρνος της Μαρίας Κάβουρα |
|
Το πλαστήρι από τον ίδιο φούρνο |
|
Ο φούρνος της Φωτεινής Κάβουρα |
|
Ο τρούλος του φούρνου της Φωτεινής |
|
Κλείσαμε .......... |
Σημ.
(Δυστυχώς δεν κατέγραψα το όνομα του φωτογράφου με την Μαρία να παραδίδει το ψωμί)(Παρακαλώ εαν δει την ανάρτηση να με ενημερώσει για να τον προσθέσω.)