Ἀπό τήν ἐργασία τῆς Φιλίππας Καραμπάτση τό 1968 μέ θέμα «Λαογραφική Συλλογή ἐκ τοῦ χωρίου Ἅγιος Ἀρσένιος Ἐπαρχία Νάξου ποῦ ἔχει ἀναρτηθεῖ στήν ψηφιακή Βιβλιοθήκη ΠΕΡΓΑΜΟΣ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Ἐορταί τοῦ Πάσχα
Τό Σάββατο τοῦ
Λαζάρου φτιάχναμε πούλους καί τούς λέαμε «Λαζάρους».
"Λάζαρος" |
Τό βράδυ λέαμε ὅταν
πιάναμε τόν ποῦλο ¨Νά ὁ Λάζαρος¨.
Τήν Κυριακή τῶν Βαγιῶ μετά ἀπό τή
λειτουργία, ὁ παππᾶς γυρνᾶ ἕνα-ἕνα τά
σπίτια τοῦ χωριοῦ καί μᾶς
φέρνει τά βάγια(σταυρούς) καί τά ἁγιόκλαδα.
Τό βάι εἶναι ἕνας σταυρός πού τόνε παίρνουμε καί τόνε
κρεμοῦμε πίσω ἀπό τήν
πόρτα.
Τά ἁγιόκλαδα
τά βάνουμε στά εἰκονίσματα
καί τά ἔχουμε γιά νά καπνίζουμε τούς ματιασμένους.
Μεγάλη Ἑβδομάδα
Ὅταν ἔρθει ἡ
μεγαλοβδομάδα λέμε:
Μεγάλη Δευτέρα ὁ
Χριστός μέ τή μαχαίρα
Μεγάλη Τρίτη ὁ
Χριστός ἐκρίθη
Μεγάλη Τετάρτη ὁ
Χριστός ἐχάθη
Μεγάλη Πέμπτη ὁ
Χριστός εὑρέθη
Μεγάλη Παρασκευή ὁ
Χριστός στό καρφί
Μεγάλο Σάββατο ὁ
Χριστός στό θάνατο
Μεγάλη Κυριακή τρῶμε τό
ψητό ἀρνί.
Ὅλη τή μεγαλοβδομάδα πᾶμε στήν ἐκκλησία,
Τετάρτη ἀπόγευμα
κάνουμε τό εὐχέλαιο καί μοιρονούμαστε
γιά νάμαστε ἥμεροι.
Τή Μεγάλη Πέμπτη βάφουμε τά κόκκινα αὐγά.
Τή Μεγάλη Παρασκευή τά χαράματα στί;ς 04.00 μαζεύονται τά
κοπελούδια(=κοπέλες) ὅλα του
χωριοῦ καί κόβουνε τά λουλούδια ἀπό τούς μπαξέδες καί τά πηγαίνουνε στήν ἐκκλησιά γιά νά στολίσουνε τόν Ἐπιτάφιον,
Ὅταν τόν στολίζουνε
ψάλλουνε ὅλες οἱ κοπέλες μαζί τά μοιρολόγια τῆς Παναγιᾶς.
Στολισμός Επιτάφιου στο χωριό(φωτ.Σπ.Καραμπάτσης) |
Στολισμός Επιτάφιου στο χωριό (φωτ.Σπ.Καραμπάτση) |
Ὅλο τό πρωινό μέχρι ἀργά τό μεσημέρι εἴμαστε στήν ἐκκλησιά καί ἀκοῦμε τήν λειτουργία.
Μετά πηγαίνουμε στά σπίτια μας καί τρῶμε μαρούλι μέ ξύδι.
Τήν Μγάλη Παρασκευή δέν κάνουμε καμιά δουλειά.
Τό βράδυ πηγαίνουμε πάλι στήν ἐκκλησιά καί ὅταν ὑελέψει ἡ
λειτουργιά γυρνοῦμε στό
χωριό τόν Ἐπιτάφιο ψάλλοντας πάλι
τά μοιρολόγια.
Τό Μεγάλο Σάββατο τό πρωί ,μετά τήν πρώτη Ἀνάσταση βγαίνει ὁ παππᾶς στό
χωριό καί μοιράζει τά ρόδα τοῦ Ἐπιτάφιου στούς χωριανούς.Τά ρόδα αὐτά τά φυλάγουμε στά εἰκονίσματα καί τάχουμε γιά νά καπνίζουμε
τούς ματιασμένους ἀνθρώπους
καί τά ματιασμένα ζά.
Ὁ παπάς μᾶς δίνει ἀκόμα
καί ἕνα κομμάτι
κερί ἀπό τόν Ἐπιτάφιο καί αὐτό τό φυλάγουμε μαζί μέ τά ρόδα γιά τό ξεμάτιασμα.
Τό μεγάλο Σάββατο θά ζυμώσουνε καί οἱ κερές τίς αὐγοκουλοῦρες(ψωμί
μέ γύρω-γύρω αὐγά) καί τά κουλούρια καί
οἱ ἄντρες
θά σφάξουνε τά ἀρνιά
καί τά κατσίκια.
Τό βράδυ πηγαίνουμες στήν ἐκκλησιά γιά τήν Ἀνάσταση.Στίς
12 ἡ ὥρα
βγαίνουμε μαζί μέ τόν παπά στό προαύλιο τῆς ἐκκλησιᾶς γιά
νά ἀναστήσουμε .
Κλείνουμε τίς πόρτες καί ὅταν ποῦμε τό Χριστός Ἀνέστη ἀκούγονται
σμπάροι.Μετά ὁ παπάς δίνει μία κλωτσιά
στήν πόρτα καί μπαίνουμε ὅλοι μέσα στήν ἐκκλησιά.Καθόμαστε
στήν ἐκκλησιά μέχρι νά τελέψει ἡ λειτουργιά
καί ὅταν γυρίζουμε στά σπίτια
φέρνουμε μαζί μας,μέσα σέ λυχνάρια γιά
νά μή μᾶς σβήση τό «Ἅγιο Φῶς».
Ἡ κερά ἀνάφτει τό καντήλι.Τό φῶς αὐτό τοῦ καντηλιοῦ πρέπει νά τό κρατήσουμε
τρεῖς μέρες ἀναφτό.
Τήν μέρα τῆς Λαμπρῆς ὅλοι εἶναι ντυμένοι στά καλά τῶν καί δίνουμε εὐχές ὁ ἕνας στόν ἄλλονε.Τό πρωί πάμε στήν ἐκκλησιά
καί ἀκοῦμε τή
λειτουργιά.
Ἔξω στό προαύλιο τά
παιδιά ρίχνουμε σμπάρους.
Τό μεσημέρι καθόμαστε στό τραπέζι.Ἔχουμε τά ἀρνιά ψημένα,τυριά,μυζῆθρες,αὐγά.Ἀπό τήν
σπάλα τοῦ ἅμα θά
γέρνει προςε τό πολύ μέρος καταλαβαίνουμε ἄν θά
κάμουμε πολλά ἀρνιά.
Τήν μέρα τῆς Λαμπρῆς δέν χαίρονται μόνο οἱ ζωντανοί ἀλλά καί οἱ
πεθαμένοι.Βγαίνουνε οἱ ψυχές
ντῶν ἀπό τόν Ἅδην καί μένουνε λεύτερες μέχρι τῶν Ἁγίων
Πάντων.Τότε ξαναμπαίνουνε πάλι μέσα.
Ὑπαγόρευσε ὁ Ἐμμανουήλ
Κάβουρας καί ἡ Κυριακή Κάβουρα.
Επεξηγηματικά-συμπληρωματικά
σχόλια συντάκτη.
Θα
επιχειρήσω να εξηγήσω και να συμπληρώσω
κάποια πράματα για την ενημέρωση αυτών που είτε δεν έζησαν στο χωριό κατά την περίοδο εκείνη είτε των νέων που ίσως τα διαβάζουν πρώτη φορά.
Θα
το κάνω επειδή κατά το χρόνο της καταγραφής της Φιλίππας δηλαδή το 1968 ήμουν
ήδη 12 ετών και συμμετείχα ενεργά στο τελετουργικό της εκκλησίας και στα έθιμα
του χωριού.
1.Τα
βάγια (φύλλα φοίνικα) ερχόντουσαν καθημερινά,
για να είναι μαλακά και να πλέκονται, από τον Φοίνικα (βαγιά) που εξακολουθεί να
στέκει αγέρωχος στην ομώνυμη τοποθεσία «Βαγιά» του χωριού.
Η θρυλική Βαγιά |
Τα
βάγια τα έκοβε,από ότι θυμάμαι, ο Στυλιανός Κάβουρας(Παπαστελιανός) και τα
έφερνε στον Άγιο Σπυρίδωνα όπου τα
περίμενε το συνεργείο,αποτελούμενο από
παιδιά του χωριού που θα έπλεκε τους σταυρούς.
Στο
συνεργείο συμμετείχαν παιδιά των
τελευταίων τάξεων του Δημοτικού και των πρώτων του Γυμνασίου.
Ξεκινούσαμε
από την Δευτέρα ή Τρίτη πριν την Κυριακή των Βαΐων από τις μεσημεριανές ώρες,
μετά το σχολείο, (το φαγητό το ξεχνούσαμε) έξω από το σκεπαστό του Αγίου
Σπυρίδωνα και δουλεύαμε πυρετωδώς υπό την καθοδήγηση της Παπαδιάς (Στελλας) συζύγου του παπά Σταμάτη
μέχρι αργά το απόγευμα.Επρεπε να ετοιμάσουμε τόσους σταυρούς όσα και τα σπίτια
του χωριού και λίγους περισσότερους για έκτακτη ανάγκη.
Φαναράκια
ήξερε και κατασκεύαζε μόνο η Παπαδιά γιατί ήταν δύσκολη η πλέξη τους.
Ο παπά Σταμάτης και η παπαδιά Στέλλα με αγερσανιωτάκια
φτιάχνουν σταυρούς στον Αγιο Σπυρίδωνα.
Φωτ.Αντώνη Ψαρρά
Ο παπά Σταμάτης και η παπαδιά Στέλλα με αγερσανιωτάκια
φτιάχνουν σταυρούς στον Αγιο Σπυρίδωνα.
Φωτ.Αντώνη Ψαρρά
Θυμάμαι
έντονα,ότι ενώ κατασκευάζαμε σταυρούς ακούσαμε την είδηση που κυκλοφόρησε στο
χωριό ότι στη χώρα έγινε πραξικόπημα.Ηταν
Παρασκευή 21 Απριλίου του 1967.
2.Στην
αφήγηση δεν αναφέρεται το έθιμο ότι μετά την Ανάσταση της Αγάπης την Κυριακή
του Πάσχα,έξω από την εκκλησία σχηματίζονταν πομπή από όλο το εκκλησίασμα που
με τα εξαπτέρυγα αναστάσιμα κοσμημένα και με επικεφαλής τον παπά και τους
ψαλτάδες γύριζε το χωριό από άκρη σε άκρη ψάλλοντας αναστάσιμα τροπάρια.Η πομπή
έκανε μερικές στάσεις κατά το μήκος της διαδρομής για ένα γρήγορο τρισάγιο σε όσα
νοικοκυριά το επιθυμούσαν που για τον σκοπό αυτό είχαν βγάλει στην άκρη του δρόμου
σε μια καρέκλα καντήλι,εικόνισμα και
θυμίαμα.
3.Επίσης
όπως θα παρατηρήσει κανείς από την Κυριακή του Λαζάρου έως και την ημέρα του
Πάσχα,οι ημέρες περιγράφονται από τους αφηγητές ως μια απλή καταγραφή των
εθίμων και του τελετουργικού που ακολουθούσαν οι συγχωριανοί μας χωρίς να
υπάρχει καμία αναφορά στο βαθμό του θρησκευτικού συναισθήματος τους.
Αυτό
προφανώς ίσως έγινε για δυο λόγους.Ο ένας
μπορεί να έχει σχέση με τις ανάγκες της εργασίας της Φιλίππας και ο άλλος επειδή οι αφηγητές θεωρούν
αυτονόητη και μέρος της καθημερινότητάς
τους την ύπαρξη του συναισθήματος αυτού και πιστεύουν από σεμνότητα ότι δεν χρειάζεται ειδική μνεία.
4.Οι
αφηγητές αναφέρουν ότι «όταν πούμε το Χριστός Ανέστη ακούγονται σμπάροι.»
Αναφέρονται
φυσικά στο έθιμο των εκρήξεων που προέρχονταν από παράνομους αυτοσχέδιους
εκρηκτικούς μηχανισμούς με βάση το μπαρούτι και άλλα υλικά όπως το
φυτίλι, το χαρτί από σακούλες λιπασμάτων,σπάγγους και μεταλλικούς σωλήνες.
Οι
ντράκες,τα βαρελότα οι κάνιγγες και τα κανονάκια κατασκευάζονταν σε κρυφά
στέκια και μετά από το σχολείο,από μικρές ομάδες νέων και μαθητών του χωριού
αρκετό καιρό προκειμένου να είναι έτοιμα
την Μεγάλη Εβδομάδα.
Μερικοί
από τους αυτοσχέδιους αυτούς μηχανισμούς όπως τα βαρελότα και οι κάνιγγες ήταν
αρκετά επικίνδυνοι καθόσον αφενός περιείχαν αρκετή ποσότητα μπαρουτιού,αφετέρου
όπως οι κάνιγγες αποτελούνταν και από
μεταλλικά υλικά ικανά να προξενήσουν μεγάλη ζημιά και στον πυροδότη κυρίως αλλά και σε άλλους που ήταν κοντά και για το λόγο αυτό
προσπαθούσαν να τα ενεργοποιήσουν λίγο μακριά και συγκεκριμμένα στο κτήμα του
Πολυκανδριώτη που βρίσκεται δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Αρσενίου που γίνονταν
η Ανάσταση.
Οι
ντράκες που ήταν πολύ μικρής ισχύος ρίχνονταν-κακώς-πολλές
φορές και επίτηδες κοντά στους χωριανούς προκαλώντας,δυσκολίες στην διαδικασία
της Ανάστασης στο προαύλιο της εκκλησίας, φόβο στα κορίτσια και ελαφρά καψίματα
στο ρουχισμό.βλάβες που επίσης προκαλούσε και το ψιλό σύρμα για τις κατσαρόλες
που στριφογυρίζαμε αναμμένο.
Θα
μου επιτρέψετε να αναφέρω ότι στις μέρες μας υπάρχει στο χωριό το βράδυ της
Ανάστασης μια ανεξέλεγκτη και επικίνδυνη κατάσταση που πρέπει να σταματήσει.
5.Εκείνα
τα χρόνια, κατά την περίοδο του Πάσχα, συνέβαινε και ένα άλλο
γεγονός,μεγάλης και θετικής σημασίας για την ζωή στο χωριό.
Από
τη Μεγάλη Τετάρτη και μετά άρχισαν να καταφθάνουν στο χωριό τα ξενιτεμένα του
παιδιά του συνήθως από την Αθήνα.
Αυτό είχε πολλή σημασία για το χωριό και τις οικογένειές
του κυρίως επειδή συνέβαλε στην ψυχολογική ανάταση της κοινωνίας
του χωριού μετά από ένα χειμώνα απομόνωσης και στέρησης επικοινωνίας με τα ξενιτεμένα μέλη της. Μην ξεχνάμε ότι τα
πράγματα όσον αφορά τις μεταφορές και την επικοινωνία δεν είναι όπως σήμερα και ότι στο χωριό
υπήρχε για επικοινωνία ένα μόνο τηλέφωνο και αυτό στο μπακάλικο του Βασίλη του Ρεφενέ στο πάνω
χωριό.
Χαρακτηριστικό
της αδημονίας του χωριού για επικοινωνία με «φρέσκα πρόσωπα» και της περιέργειας
για την ταυτότητα αυτών που κατέφθαναν
στο χωριό είναι το εξής αθώο περιστατικό
που έζησα και εγώ ως μαθητής μόνιμος κάτοικος του χωριού.
Μετά
την αποχώρησή μου από το ιερό λόγω ηλικίας μεταφέρθηκα στο αριστερό ψαλτήρι
όπου εκεί πρωτοψάλτης ήταν ο Μιχάλης Καραμπάτσης,ψάλτης με γνώση της βυζαντινής
μουσικής και με καθαρή στεντόρεια φωνή.
Ο
κυρ Μιχάλης από την Μεγάλη Πέμπτη και μετά εκτός από το ψάλσιμο «είχε και μια
νέα έννοια».Κάθε τόσο και όταν του επέτρεπαν οι συνθήκες της λειτουργίας έσκυβε
το κεφάλι του έξω από το αναλόγιο για να δει ποιος ξενητέρης ήρθε στο χωριό.
Κάποια
χρονιά ανάμεσα στις αναζητήσεις του εντόπισε στον συγχωριανό μας Κώστα
Πρ.Καραμανή 0 οποίος παράλληλα με τις επαγγελματικές του ασχολίες είχε
κυκλοφορήσει στο χωριό ότι προσπαθούσε να μάθει να παίζει μπουζούκι.Ο
συγχωρεμένος κυρ.Μιχάλης,που ήταν και πειραχτήρι μόλις τον είδε να πλησιάζει
προς στον Εσταυρωμένο για να προσκυνήσει γυρίζει και μου λέει δήθεν χαμηλόφωνα
«ήρθε ο Κώστας του Προκόπη.Να ξέραμε αν έφερε
μαζί του και το μουζούκι».Η φράση αυτή όμως ακούστηκε σε όλη την εκκλησία γιατί
είχε ξεχάσει βέβαια ότι είχαν μπει οι μικροφωνικές για πρώτη φορά εκείνη τη
χρονιά.
Μετά
το Πάσχα και την αποχώρηση των ξενητέρηδων το χωριό έμπαινε στους
κανονικούς του ρυθμούς που ήταν όμως πιο
αισιόδοξοι αφού η καλοκαιρινή περίοδος ήταν κοντά και μαζί με αυτήν οι
γεωργικές ασχολίες και τα πανηγύρια του
καλοκαιριού.
Συμπληρωματική αφήγηση της Ευαγγελίας Αγγ.Σκουλάτου -Βάβουλα
"Σαν σήμερα λοιπόν Μεγάλη Πέμπτη, όταν μικρή ζούσα στο χωριό μου το Αγερσανί
της Νάξου, πηγαίναμε το βράδυ στην εκκλησία και όταν τελείωνε η λειτουργία και
προσκυνάγαμε τον κατασταυρωμένο ( έτσι τον λέγαμε από εκείνη την ώρα και μέχρι
το άλλο πρωί που πηγαίναμε πάλι στην εκκλησία και ξαναπροσκυνούσαμε) δεν πίναμε
ούτε γουλιά νερό. Γι αυτό και παίρναμε μαζί μας το βράδυ παγουράκι με νερό και
το πίναμε πριν να προσκυνήσουμε.Κάποιοι πιστεύω ότι θα το θυμούνται και δεν
ξέρω άν το συνεχίζουν ακόμη."
ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΟ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ
Ευχές για μια κατανυκτική,Μεγάλη
Εβδομάδα
και καλή Ανάσταση.
και καλή Ανάσταση.