Δευτέρα 22 Απριλίου 2024

Η Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα στο χωριό στα 1968



Ἀπό τήν ἐργασία τῆς Φιλίππας Καραμπάτση τό 1968 μέ θέμα «Λαογραφική Συλλογή ἐκ τοῦ χωρίου Ἅγιος Ἀρσένιος Ἐπαρχία Νάξου ποῦ  ἔχει ἀναρτηθεῖ στήν ψηφιακή Βιβλιοθήκη ΠΕΡΓΑΜΟΣ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.


 ορταί το Πάσχα 
Τό Σάββατο το Λαζάρου φτιάχναμε πούλους καί τούς λέαμε «Λαζάρους».


"Λάζαρος"

Τό βράδυ λέαμε ταν πιάναμε τόν πολο ¨Νά Λάζαρος¨.
Τήν Κυριακή τν Βαγι μετά πό τή λειτουργία, παππς γυρν να-να τά σπίτια το χωριο καί μς φέρνει τά βάγια(σταυρούς) καί τά γιόκλαδα.
Τό βάι εναι νας σταυρός πού τόνε παίρνουμε καί τόνε κρεμομε πίσω πό τήν πόρτα.
Μέ φοινικιά φτιάχνουμε τούς σταυρούς καί τά φαναράκια πού εναι πλεκτά.


Σταυρός από βαγιά


Τά γιόκλαδα τά βάνουμε στά εκονίσματα καί τά χουμε γιά νά καπνίζουμε τούς ματιασμένους.
Μεγάλη βδομάδα
ταν ρθει μεγαλοβδομάδα λέμε:
Μεγάλη Δευτέρα Χριστός μέ τή μαχαίρα
Μεγάλη Τρίτη Χριστός κρίθη
Μεγάλη Τετάρτη Χριστός χάθη
Μεγάλη Πέμπτη Χριστός ερέθη
Μεγάλη Παρασκευή Χριστός στό καρφί
Μεγάλο Σάββατο Χριστός στό θάνατο
Μεγάλη Κυριακή τρμε τό ψητό ρνί.
λη τή μεγαλοβδομάδα πμε στήν κκλησία,
Τετάρτη πόγευμα κάνουμε τό εχέλαιο καί μοιρονούμαστε γιά νάμαστε μεροι.
Τή Μεγάλη Πέμπτη βάφουμε τά κόκκινα αγά.
Τό βράδυ πμε στήν κκλησία καί κομε τά 12 Εαγγέλια.


Ο Εσταυρωμένος(φωτ.Σπ.Καραμπάτσης)
Τή Μεγάλη Παρασκευή τά χαράματα στί;ς 04.00 μαζεύονται τά κοπελούδια(=κοπέλες) λα του χωριο καί κόβουνε τά λουλούδια πό τούς μπαξέδες καί τά πηγαίνουνε στήν κκλησιά γιά νά στολίσουνε τόν πιτάφιον,
ταν τόν στολίζουνε ψάλλουνε λες ο κοπέλες μαζί τά μοιρολόγια τς Παναγις.


Στολισμός Επιτάφιου στο χωριό(φωτ.Σπ.Καραμπάτσης)
Στολισμός Επιτάφιου στο χωριό (φωτ.Σπ.Καραμπάτση)
λο τό πρωινό μέχρι ργά τό μεσημέρι εμαστε στήν κκλησιά καί κομε τήν λειτουργία.
Μετά πηγαίνουμε στά σπίτια μας καί τρμε μαρούλι μέ ξύδι.
Τήν Μγάλη Παρασκευή δέν κάνουμε καμιά δουλειά.
Τό βράδυ πηγαίνουμε πάλι στήν κκλησιά καί ταν ελέψει λειτουργιά γυρνομε στό χωριό τόν πιτάφιο ψάλλοντας πάλι τά μοιρολόγια.
Τό Μεγάλο Σάββατο τό πρωί ,μετά τήν πρώτη νάσταση βγαίνει παππς στό χωριό καί μοιράζει τά ρόδα το πιτάφιου στούς χωριανούς.Τά ρόδα ατά τά φυλάγουμε στά εκονίσματα καί τάχουμε γιά νά καπνίζουμε τούς ματιασμένους νθρώπους καί τά ματιασμένα ζά.
παπάς μς δίνει κόμα καί να κομμάτι  κερί πό τόν πιτάφιο καί ατό τό φυλάγουμε μαζί μέ τά ρόδα γιά τό ξεμάτιασμα.
Τό μεγάλο Σάββατο θά ζυμώσουνε καί ο κερές τίς αγοκουλορες(ψωμί μέ γύρω-γύρω αγά) καί τά κουλούρια καί ο ντρες θά σφάξουνε τά ρνιά καί τά κατσίκια.
Τό βράδυ πηγαίνουμες στήν κκλησιά γιά τήν νάσταση.Στίς 12 ρα βγαίνουμε μαζί μέ τόν παπά στό προαύλιο τς κκλησις γιά νά ναστήσουμε .
Κλείνουμε τίς πόρτες καί ταν πομε τό Χριστός νέστη κούγονται σμπάροι.Μετά παπάς δίνει μία κλωτσιά στήν πόρτα καί μπαίνουμε λοι  μέσα στήν κκλησιά.Καθόμαστε στήν κκλησιά μέχρι νά τελέψει λειτουργιά  καί ταν γυρίζουμε στά σπίτια φέρνουμε  μαζί μας,μέσα σέ λυχνάρια γιά νά μή μς σβήση τό «γιο Φς».


φέντης το σπιτιομε τό ναμμένο κερί το κάνει να  σταυρό μπροστά στήν πόρτα κάτω πό τόν βόρτο καί μετά μπαίνει μέσα στό σπίτι.
κερά νάφτει τό καντήλι.Τό φς ατό το καντηλιο  πρέπει νά τό  κρατήσουμε  τρες μέρες ναφτό.
Τήν μέρα τς Λαμπρς λοι εναι ντυμένοι στά καλά τν καί δίνουμε εχές νας στόν λλονε.Τό πρωί πάμε στήν κκλησιά καί κομε τή λειτουργιά.
ξω στό προαύλιο τά παιδιά ρίχνουμε σμπάρους.
Τό μεσημέρι καθόμαστε στό τραπέζι.χουμε τά ρνιά ψημένα,τυριά,μυζθρες,αγά.πό τήν σπάλα το μα θά γέρνει προςε τό πολύ μέρος καταλαβαίνουμε ν θά κάμουμε πολλά ρνιά.
Τήν μέρα τς Λαμπρς δέν χαίρονται μόνο ο ζωντανοί λλά καί ο πεθαμένοι.Βγαίνουνε ο ψυχές ντν πό τόν δην καί μένουνε λεύτερες μέχρι τν γίων Πάντων.Τότε ξαναμπαίνουνε πάλι μέσα.

παγόρευσε μμανουήλ Κάβουρας καί Κυριακή Κάβουρα.


Επεξηγηματικά-συμπληρωματικά σχόλια συντάκτη.
Θα επιχειρήσω να  εξηγήσω και να συμπληρώσω κάποια πράματα για την ενημέρωση αυτών που είτε δεν έζησαν  στο χωριό κατά την περίοδο εκείνη είτε  των νέων που ίσως τα διαβάζουν πρώτη φορά.

Θα το κάνω επειδή κατά το χρόνο της καταγραφής της Φιλίππας δηλαδή το 1968 ήμουν ήδη 12 ετών και συμμετείχα ενεργά στο τελετουργικό της εκκλησίας και στα έθιμα του χωριού. 
1.Τα βάγια (φύλλα φοίνικα) ερχόντουσαν  καθημερινά, για να είναι μαλακά και να πλέκονται, από τον Φοίνικα (βαγιά) που εξακολουθεί να στέκει αγέρωχος στην ομώνυμη τοποθεσία «Βαγιά» του χωριού.
Η θρυλική Βαγιά

Τα βάγια τα έκοβε,από ότι θυμάμαι, ο Στυλιανός Κάβουρας(Παπαστελιανός) και τα έφερνε στον Άγιο Σπυρίδωνα όπου  τα περίμενε το συνεργείο,αποτελούμενο  από παιδιά του χωριού που θα έπλεκε τους σταυρούς.
Στο συνεργείο συμμετείχαν παιδιά  των τελευταίων τάξεων του Δημοτικού και των πρώτων του Γυμνασίου.

Ξεκινούσαμε από την Δευτέρα ή Τρίτη πριν την Κυριακή των Βαΐων από τις μεσημεριανές ώρες, μετά το σχολείο, (το φαγητό το ξεχνούσαμε) έξω από το σκεπαστό του Αγίου Σπυρίδωνα και δουλεύαμε πυρετωδώς υπό την καθοδήγηση της  Παπαδιάς (Στελλας) συζύγου του παπά Σταμάτη μέχρι αργά το απόγευμα.Επρεπε να ετοιμάσουμε τόσους σταυρούς όσα και τα σπίτια του χωριού και λίγους περισσότερους για έκτακτη ανάγκη.
Φαναράκια ήξερε και κατασκεύαζε μόνο η Παπαδιά γιατί ήταν δύσκολη η πλέξη τους.



                                                      
                                        Ο παπά Σταμάτης και η παπαδιά Στέλλα με αγερσανιωτάκια
                                                               φτιάχνουν σταυρούς στον  Αγιο Σπυρίδωνα.
                                                                               Φωτ.Αντώνη Ψαρρά

Θυμάμαι έντονα,ότι ενώ κατασκευάζαμε σταυρούς ακούσαμε την είδηση που κυκλοφόρησε στο χωριό ότι στη χώρα  έγινε πραξικόπημα.Ηταν Παρασκευή 21 Απριλίου  του 1967.

2.Στην αφήγηση δεν αναφέρεται το έθιμο ότι μετά την Ανάσταση της Αγάπης την Κυριακή του Πάσχα,έξω από την εκκλησία σχηματίζονταν πομπή από όλο το εκκλησίασμα που με τα εξαπτέρυγα αναστάσιμα κοσμημένα και με επικεφαλής τον παπά και τους ψαλτάδες γύριζε το χωριό από άκρη σε άκρη ψάλλοντας αναστάσιμα τροπάρια.Η πομπή έκανε μερικές στάσεις κατά το μήκος της  διαδρομής για ένα γρήγορο τρισάγιο σε όσα νοικοκυριά το επιθυμούσαν που για τον σκοπό αυτό είχαν βγάλει στην άκρη του δρόμου σε μια καρέκλα  καντήλι,εικόνισμα και θυμίαμα.

3.Επίσης όπως θα παρατηρήσει κανείς από την Κυριακή του Λαζάρου έως και την ημέρα του Πάσχα,οι ημέρες περιγράφονται από τους αφηγητές ως μια απλή καταγραφή των εθίμων και του τελετουργικού που ακολουθούσαν οι συγχωριανοί μας χωρίς να υπάρχει καμία αναφορά στο βαθμό του θρησκευτικού συναισθήματος τους.
Αυτό προφανώς ίσως έγινε για δυο λόγους.Ο ένας  μπορεί να έχει σχέση με τις ανάγκες της εργασίας  της  Φιλίππας  και ο άλλος επειδή οι αφηγητές θεωρούν αυτονόητη  και μέρος της καθημερινότητάς τους την ύπαρξη του συναισθήματος αυτού και πιστεύουν  από σεμνότητα ότι δεν χρειάζεται ειδική μνεία.

4.Οι αφηγητές αναφέρουν ότι «όταν πούμε το Χριστός Ανέστη ακούγονται σμπάροι.»
Αναφέρονται φυσικά στο έθιμο των εκρήξεων που προέρχονταν από παράνομους αυτοσχέδιους εκρηκτικούς  μηχανισμούς  με βάση το μπαρούτι και άλλα υλικά όπως το φυτίλι, το χαρτί από σακούλες λιπασμάτων,σπάγγους και μεταλλικούς σωλήνες.
Οι ντράκες,τα βαρελότα οι κάνιγγες και τα κανονάκια κατασκευάζονταν σε κρυφά στέκια και μετά από το σχολείο,από μικρές ομάδες νέων και μαθητών του χωριού αρκετό καιρό  προκειμένου να είναι έτοιμα την Μεγάλη Εβδομάδα.



Μερικοί από τους αυτοσχέδιους αυτούς μηχανισμούς όπως τα βαρελότα και οι κάνιγγες ήταν αρκετά επικίνδυνοι καθόσον αφενός περιείχαν αρκετή ποσότητα μπαρουτιού,αφετέρου όπως οι  κάνιγγες αποτελούνταν και από μεταλλικά υλικά ικανά να προξενήσουν μεγάλη ζημιά και στον πυροδότη κυρίως  αλλά και σε άλλους  που ήταν κοντά και για το λόγο αυτό προσπαθούσαν να τα ενεργοποιήσουν λίγο μακριά και συγκεκριμμένα στο κτήμα του Πολυκανδριώτη που βρίσκεται δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Αρσενίου που γίνονταν η Ανάσταση.
Οι ντράκες που ήταν πολύ μικρής ισχύος  ρίχνονταν-κακώς-πολλές φορές και επίτηδες κοντά στους χωριανούς προκαλώντας,δυσκολίες στην διαδικασία της Ανάστασης στο προαύλιο της εκκλησίας, φόβο στα κορίτσια και ελαφρά καψίματα στο ρουχισμό.βλάβες που επίσης προκαλούσε και το ψιλό σύρμα για τις κατσαρόλες που στριφογυρίζαμε αναμμένο.

Θα μου επιτρέψετε να αναφέρω ότι στις μέρες μας υπάρχει στο χωριό το βράδυ της Ανάστασης μια ανεξέλεγκτη και επικίνδυνη κατάσταση που πρέπει να σταματήσει.

5.Εκείνα τα χρόνια, κατά την  περίοδο  του Πάσχα, συνέβαινε και ένα άλλο γεγονός,μεγάλης και θετικής σημασίας για την ζωή στο χωριό.
Από τη Μεγάλη Τετάρτη και μετά άρχισαν να καταφθάνουν στο χωριό τα ξενιτεμένα του παιδιά του συνήθως  από την Αθήνα.
Αυτό είχε πολλή σημασία για το χωριό και τις οικογένειές του κυρίως  επειδή  συνέβαλε στην ψυχολογική ανάταση της κοινωνίας του χωριού μετά από ένα χειμώνα απομόνωσης και στέρησης επικοινωνίας με τα   ξενιτεμένα μέλη της. Μην ξεχνάμε ότι τα πράγματα όσον αφορά τις μεταφορές και την επικοινωνία δεν είναι όπως σήμερα και ότι στο χωριό υπήρχε για επικοινωνία ένα μόνο τηλέφωνο και αυτό στο μπακάλικο του Βασίλη του Ρεφενέ στο πάνω χωριό.

Χαρακτηριστικό της αδημονίας του χωριού για επικοινωνία με «φρέσκα πρόσωπα» και της περιέργειας για την ταυτότητα αυτών  που κατέφθαναν στο χωριό   είναι το εξής αθώο περιστατικό που έζησα και εγώ ως μαθητής μόνιμος κάτοικος του χωριού.
Μετά την αποχώρησή μου από το ιερό λόγω ηλικίας μεταφέρθηκα στο αριστερό ψαλτήρι όπου εκεί πρωτοψάλτης ήταν ο Μιχάλης Καραμπάτσης,ψάλτης με γνώση της βυζαντινής μουσικής και  με καθαρή  στεντόρεια φωνή.
Ο κυρ Μιχάλης από την Μεγάλη Πέμπτη και μετά εκτός από το ψάλσιμο «είχε και μια νέα έννοια».Κάθε τόσο και όταν του επέτρεπαν οι συνθήκες της λειτουργίας έσκυβε το κεφάλι του έξω από το αναλόγιο για να δει ποιος ξενητέρης  ήρθε στο χωριό.
Κάποια χρονιά ανάμεσα στις αναζητήσεις του εντόπισε στον συγχωριανό μας Κώστα Πρ.Καραμανή 0 οποίος παράλληλα με τις επαγγελματικές του ασχολίες είχε κυκλοφορήσει στο χωριό ότι προσπαθούσε να μάθει να παίζει μπουζούκι.Ο συγχωρεμένος κυρ.Μιχάλης,που ήταν και πειραχτήρι μόλις τον είδε να πλησιάζει προς στον Εσταυρωμένο για να προσκυνήσει γυρίζει και μου λέει δήθεν χαμηλόφωνα «ήρθε  ο Κώστας του Προκόπη.Να ξέραμε αν έφερε μαζί του και το μουζούκι».Η φράση αυτή όμως ακούστηκε σε όλη την εκκλησία γιατί είχε ξεχάσει βέβαια ότι είχαν μπει οι μικροφωνικές για πρώτη φορά εκείνη τη χρονιά.


Μετά το Πάσχα και την αποχώρηση των ξενητέρηδων το χωριό έμπαινε στους κανονικούς  του ρυθμούς που ήταν όμως πιο αισιόδοξοι αφού η καλοκαιρινή περίοδος ήταν κοντά και μαζί με αυτήν οι γεωργικές ασχολίες  και τα πανηγύρια του καλοκαιριού.

Συμπληρωματική αφήγηση της Ευαγγελίας Αγγ.Σκουλάτου -Βάβουλα

"Σαν σήμερα λοιπόν Μεγάλη Πέμπτη, όταν μικρή ζούσα στο χωριό μου το Αγερσανί της Νάξου, πηγαίναμε το βράδυ στην εκκλησία και όταν τελείωνε η λειτουργία και προσκυνάγαμε τον κατασταυρωμένο ( έτσι τον λέγαμε από εκείνη την ώρα και μέχρι το άλλο πρωί που πηγαίναμε πάλι στην εκκλησία και ξαναπροσκυνούσαμε) δεν πίναμε ούτε γουλιά νερό. Γι αυτό και παίρναμε μαζί μας το βράδυ παγουράκι με νερό και το πίναμε πριν να προσκυνήσουμε.Κάποιοι πιστεύω ότι θα το θυμούνται και δεν ξέρω άν το συνεχίζουν ακόμη." 


       ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΟ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ



             Ευχές για μια κατανυκτική,Μεγάλη Εβδομάδα
                       και καλή Ανάσταση.