Η
αλλαγή στο Αγερσανιώτικο τοπίο είναι ραγδαία και δραματική.
Η
ιστορία αυτού του χωριού, παρά την εικόνα ευμάρειας που φαίνεται να υπάρχει
σήμερα, γράφτηκε μέσα από φτώχεια και δύσκολη ζωή. Η γεωργική του έκταση
παρουσιάζει μια ανισορροπία σε σχέση από τα υπόλοιπα λιβαδοχώρια. Ένα μεγάλο
μέρος της έκτασής του αποτελείται από καλλιεργήσιμη έκταση, σχετικά
μικρής ατομικής ιδιοκτησίας ενώ ένα επίσης μεγάλο μέρος γης είναι παράλιο,
αρκετά άγονο και υφάλμυρο με αμμώδη γη. (αναφέρομαι στις εκτάσεις που καλύπτουν
τα νοτιοδυτικά του παράλια και το σύνολο της Στελίδας).
Η
γεωγραφική θέση του χωριού και η γειτνίαση της περιφέρειας του με την θάλασσα είναι η αιτία των μεγάλων
αλλαγών που συντελούνται από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 έως και σήμερα.
Γράφει
ο συντοπίτης μας Ομότιμος Καθηγητής Λαογραφίας Μανόλης Σέργης σε μια από τις
αναφορές του για την ονομασία του χωριού με τίτλο «Προς το Γερσανί από τους
δρόμους της ιστορίας και της Κοινωνικής Λαογραφίας».
« Το Αγερσανί ήταν (όπως τα άλλα Λιβαδοχώρια) ανέκαθεν γεωργική κοι- νότητα, όμως το τμήμα του κάμπου του Λιβαδιού που του επιδικάστηκε με τις επίσημες κρατικές (τελικές) χωροθετήσεις του 1931 ήταν το ολιγότερο εύφορο τμήμα του. Η αποδεκτή απ’ όλους τους γείτονες οριοθέτηση είχε μεν
«καταδικάσει» τους
χωρικούς του σε μειωμένη (εν σχέσει με τους άλλους πλησιόχωρους) γεωργική παραγωγή, αλλά είχε και τα θετικά της στοιχεία: η μη προσοδοφόρα γη
(ο οικολογικός ντετερμινισμός) έστρεψε τους κατοίκους του
σε τεχνικά επαγγέλματα (ανέδειξε
καθ’ όλον τον 20ό
αι. ονομαστούς κτίστες, οικοδόμους, ξυλουργούς, που επεξέτειναν την επαγγελματική δράση τους και εκτός του χωριού), στην αλιεία, στην παραγωγή του «κρατικού» αλατιού στο Αλατοπηγείο της Αλυκής, και τους αποδέσμευσε από τον εναγκαλισμό της μονοκαλλιέργειας της πατάτας και ό,τι αυτός επέφερε, όπως συνέβη στο
γειτονικό
Γλινάδο μετά το 1953.
Όμως, κατά την οριοθέτηση τούς επιδικάστηκε επιπλέον ένα στενό κομμάτι παραθαλάσσιας, άγονης, αμμώδους
γης αρκετών χιλιομέτρων,
από την Στελίδα μέχρι την Πλάκα και πλάτους
(βάθους) λίγων εκατοντάδων μέτρων, από την ακρογιαλιά προς το εσωτερικό του Λιβαδιού. Αυτή η μέχρι προ τινος ευτελής λωρίδα γης και λοιδορούμενη από τους γειτόνους τους αλλά και τους ίδιους τους Αγερσανιώτες ήταν ο παράγων
που άλλαξε τον οικονομικό και κοινωνικό βίο του χωριού, και όχι μόνον αυτού. Είχαμε, δηλαδή, μια ξεχωριστή περίπτωση
αλλαγής χρήσης της γης και του τοπίου υπό τη διαφαινόμενη επέλαση του τουριστικού ρεύματος: τα άγονα παραλιακά
ξεροχώραφα μετατράπηκαν (με την πάροδο
του χρόνου, από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 κ.ε.) σε πανάκριβα οικόπεδα, όπου οικοδομήθηκε το κέντρο της τουριστικής βιομηχανίας που έχει αναπτυχθεί στη δυτική παραλία της Νάξου.
Εμείς
οι παλιότεροι έχουμε πλήρη αντίληψη των αλλαγών που έχουν επέλθει.
Η μορφή της οικονομίας του χωριού έχει αλλάξει.
Συγκεκριμένα, η αγροτική παραγωγή έχει συρρικνωθεί και η κτηνοτροφία έχει γίνει
πιο επαγγελματική, με κίνδυνο όμως να συρρικνωθεί κι αυτήν λόγω της τρέχουσας
οικονομικής κατάστασης της χώρας.
Εκείνος
ο τομέας που ανθεί μετά την δεκαετία του
1980 είναι η τουριστικός, και αυτός όμως μέσα σε ένα ερασιτεχνικό, αντιεπαγγελματικό,
αυθαίρετο σε πολλές περιπτώσεις και
αντιπεριβαντολλογικό κλίμα. Όλες οι παραλίες έχουν καταληφθεί από υποδομές τουριστικής
εκμετάλλευσης σε σημείο καταστροφής του ιδιαίτερου φυσικού περιβάλλοντος (Αλυκή,
αμμοθίνες).
Το
πώς και από ποιους διαμορφώθηκε ο χάρτης των δυτικών και νοτιοδυτικών παραλιών
του νησιού που χωροταξικά ανήκει στο Αγερσανί είναι πολύ γνωστός στους
Αγερσανιώτες κάποιας ηλικίας και στους νεότερους μέσα από αφηγήσεις των γονιών
τους.
Σήμερα,
σχεδόν κάθε χώρος της Αγερσανιώτικης γης έχει
διαμορφωθεί είτε από μετατροπές
παλιών κτισμάτων που υπήρχαν εγκαταλειμμένες στο χωριό και στα χωράφια
σε σύγχρονες κατοικίες ή έχει
οικοδομηθεί και τσιμεντοποιηθεί σε
υπερβολικό βαθμό από μεγάλες και μικρές τουριστικές εγκαταστάσεις χωρίς
την ανάλογη μέριμνα της τοπικής αυτοδιοίκησης για υποδομές (πάρκινγκ, οδικό
δίκτυο κ.λ.π.) καθώς και των ίδιων των επαγγελματιών που αδυνατούν να
αντιληφθούν το «κοινό καλό».
Μέχρι
τα μέσα της δεκαετίας του 1970 στα χωράφια του χωριού και όχι σε όλα, υπήρχαν
μόνο αγροτόσπιτα («μητάτοι»), μάντρες και προστεάδες. Σιγά σιγά, όσοι από τους Αγερσανιώτες
που είχαν μεταναστεύσει στην Αθήνα τις
δεκαετίες του ‘50 και ’60 δεν είχαν πουλήσει την περιουσία τους άρχισαν να οικοδομούν κτίσματα παραθεριστικής
διαμονής, ενώ όσοι την είχαν ήδη πουλήσει έκτισαν και αυτοί παραθεριστικές κατοικίες με
αγορά οικοπέδων και χωραφιών. Η ιστορία αυτή
συνεχίστηκε και από τα παιδιά τους που λαχταρούσαν ένα «σπιτάκι» στον τόπο
καταγωγής των γονιών τους.
Αργότερα, από την αρχή της δεκαετίας του 1980 άρχισαν
να οικοδομούνται τουριστικά καταλύματα μικρής κλίμακας με το λεγόμενο
αγροτουριστικό χρηματοδοτικά ευνοϊκό πρόγραμμα που ξεκίνησε το ΠΑ.ΣΟ.Κ και αργότερα εγκαταστάσεις πολύ μεγαλύτερης τουριστικής εξυπηρέτησης. Αλλοδαποί
κυρίως από τις χώρες της Ε.Ε. είδαν το νησί ως σπουδαίο και αναπτυσσόμενο
τουριστικό προορισμό και άρχισαν και αυτοί με αγορές αγροτεμαχίων και παλιών κτισμάτων και
συνέχισαν με οικοδόμηση οικιών παραθεριστικής και μόνιμης διαμονής.
Έτσι
τα Αγερσανιώτικα χωράφια γέμισαν από κτίσματα κάθε μορφής.
Τι εξυπηρετούσαν τα
αγροτόσπιτα- «μητάτα»;
Κύρια
χρήση τους ήταν η διαμονή των αγροτών και των οικογενειών τους σε αυτά κατά την περίοδο των αγροτικών
εργασιών στα χωράφια οι οποίες απαιτούσαν την παρουσία τους εκεί από τις πρώτες
πρωινές ώρες μέχρι το απόβραδο.
Η
χρονική αυτή περίοδος διαρκεί από το τέλος του Μαΐου μέχρι τέλος Σεπτέμβρη.
Οι
αγροτικές εργασίες που συντελούνταν τότε ήταν το «βγάλημα» και η διακίνηση της
πατάτας, ο θερισμός και ο αλωνισμός, το μποστάνι, τα ζαρζαβατικά, ο τρύγος και
η σπορά της χειμερινής παραγωγής της πατάτας.
Το
φθινόπωρο και χειμώνα τα αγροτόσπιτα ήταν για τον αγρότη ένα μέσο προφύλαξης
από το κρύο και την βροχή για τις ελάχιστες αγροτικές εργασίες που έπρεπε να
κάνει στο χωράφι του.Επίσης τα μητάτα αποτελούσαν χώρο συγκέντρωσης παρεών για
τα χριστουγεννιάτικα χοιροσφάγια και τόπος που οι γείτονες τις βροχερές και κρύες
ημέρες του χειμώνα μαζευόντουσαν στο μητάτο μέχρι να περάσει η μπόρα ανάμεσα σε
καφεδάκι, συζήτηση και πολλές φορές ανάμεσα σε κρασάκι που υπήρχε πάντα στην
ντραμιτζάνα, πρόχειρο μεζέ και ρακί(στροφυλιά). Η βροχή και το κρύο έδιναν την ευκαιρία
σε όσους αγρότες κατείχαν την τέχνη να
φτιάξουν σχοινιά και βουρλιές για τα ζά καθώς επίσης καλάθια,πανέρια κλ.π
Στα
«μητάτα» αποθήκευε ο αγρότης τα εργαλεία του. Εάν ήταν μεγαλόχωρα έβαζε και
λίγες ζωοτροφές (άχυρα, πίτερα κ.λ.π) ενώ εάν στο κτήμα υπήρχαν ζώα όπως
αγελάδες, κατσίκες και πρόβατα ξενυχτούσε παρακολουθώντας τη γέννα τους.
Τα
«μητάτα» αυτά ήταν μονόχωρα. Τα ντουβάρια ήταν κατασκευασμένα από πέτρες και
απλά επιχρίσματα για να μην περνάει ο αέρας και η στέγαση αποτελούνταν από
καλαμωτές στηριγμένες σε κορμούς αθανάτων και χωμάτινη επίστρωση( φυρόχωμα) για
να μην περνάει το νερό. Είχαν συνήθως ένα μόνο μικρό ξύλινο παράθυρο και μια
πρόχειρη ξύλινη πόρτα .
Σε μερικές περιοχές δημιουργήθηκαν και οικισμοί με «μητάτα» όπως ο Μαστοράκης που είναι καταγεγραμμένος ως επίσημος
οικισμός του χωριού με στατιστικά στοιχεία κατοίκων, τα Πετράδια όπου
τοποθετήθηκε και ένα από τα τρία δημόσια τηλέφωνα του χωριού στο «μητάτο» του
Δημήτρη Κάβουρα (Γιωργάκη).[1]
Μέσα συνήθως είχαν για κρεβάτι μια ξυλοκατασκευή με στρώμα από άχυρα, ξύλινο
τραπέζι, λάμπα πετρελαίου, φακό ή λούξ, λυχνάρι, ένα εντοιχισμένο πέτρινο
ερμάριο για τα σκεύη φαγητού, εργαλεία, καμνάδα για μαγείρεμα, λαΐνα με δροσερό νερό και εικονίσματα αγίων προστατών των ζώων
και των αγροτών.
Ένας
μικρός αριθμός γεωργικών «μητάτων» είχε να κάνει και με την χρήση τους ως τυροκομεία όπου οι κτηνοτρόφοι έπηζαν το
γάλα και έπαιρναν την μυζήθρα και το τυρί τους. Τέτοια κτίσματα ήταν το «μητάτο»
του Γιώργη Μεντζουβή (Σορώκου) στον Μαστοράκη όπου ο γαμπρός του Βασίλης
Πολυκανδριώτης έφτιαχνε σπουδαίο αρσενικό και μυζήθρες, και του Σταμάτη Καπρή
στον Άγιο Παντελεήμονα επίσης με μυρωδάτες μυζήθρες, ξυνοτύρια και αρσενικό.
Πολλά
από τα ελάχιστα «μητάτα» που υπάρχουν σήμερα είναι εγκαταλελειμμένα και
μισογκρεμισμένα παραπέμποντας σε εκείνες τις εποχές και στους απόντες απλοϊκούς και
φιλήσυχους συγχωριανούς, άλλα έχουν
δεχθεί μερικές επισκευές όπως σοβάντισμα,αντικατάσταση στέγης ,πόρτας και
παραθύρου, για να συνεχίσουν να εξυπηρετούν την επόμενη γενιά αγροτών και άλλα έχουν
δεχθεί γενναίες παρεμβάσεις και αποτελούν σήμερα παραθεριστική κατοικία των
κληρονόμων τους.
Η
δημοσίευση αυτή αφορά μόνο τα αγροτόσπιτα - «μητάτα» και όχι τα τυχόν
παρακείμενα κτίσματα όπως μάντρες, και προστεάδες.
Για
να συγκεντρωθούν οι φωτογραφίες των ελάχιστων εναπομεινάντων μητάτων «έπεσε αρκετό
τρέξιμο» αλλά χαλάλι.Εδώ παρουσιάζω ένα δείγμα.
Το
υλικό συμπληρώθηκε με την πολύτιμη βοήθεια του Ανδρέα Ι. Κάβουρα (Μπειρίκου) που
γνωρίζει το χωριό και το που ανήκει κάθε τι καλύτερα από τον οποιονδήποτε. Τον
ευχαριστώ.
[1]Το
δεύτερο του χωριού αρχικά στο σπίτι του
Σπύρου Μαργαρίτη (Σπυρούκλα) και στη συνέχεια στο παντοπωλείο του Βασίλη Ρεφενέ, και στην Αγία Άννα στο σπίτι του Γιώργη του
Χίου που ήταν κόλλημα με το ιδιόκτητο εκκλησάκι του την Αγία Άννα.