Παρασκευή 26 Ιουλίου 2019

Τ΄ Αι Παντελέμονα(Αγίου Παντελεήμονα)

                                                                Φωτ. Ι. Μελισσουργός


Ο εορτασμός του Αγίου Παντελεήμονα («Αη Παντελέμονα» στην αγερσανιώτικη ντοπιολαλιά. Παντολέων ήταν το πραγματικό του όνομα) στις 27 Ιουλίου συνιστούσε το δεύτερο μεγάλο πανηγύρι του χωριού  πριν από αυτό του Αη Γιάννη στις 29 Αυγούστου.
Υπήρχε όμως και μια σημαντική  διαφορά μεταξύ των δύο: στο πανηγύρι του Αη  Παντελέμονα υπήρχαν πολλοί αγερσανιώτες εξ Αθηνών ενώ σε αυτό το Αη Γιάννη οι περισσότεροι είχαν ήδη αναχωρήσει για την Αθήνα, και οι πανηγυριώτες ήταν κυρίως ντόπιοι Αγερσανιώτες είτε από το χωριό ή τη χώρα, Γλιναδιώτες (λόγω της θέσης του ξωκλησιού) και τέλος Τριποδιώτες.
Φωτ.  Ι. Μελισσουργός

Ένα άλλο χαρακτηριστικό που θυμάμαι είναι ότι στο ξωκλήσι κατέφθαναν οικογένειες με τα γαϊδούρια και τα μουλάρια, σε σαμάρια στολισμένα με κουρελούδες και χραμάκια για να μην λερωθούν τα «σκολιανά»(σχολιανά δηλαδή από τη λέξη σχόλη, γιορτή) ρούχα. Εκτός των Αγερσανιωτών, αργότερα κατέφθαναν και πολλοί Τριποδιώτες μέσα στις καρότσες των πρώτων τρακτέρ  καθώς και λιγοστοί Γλιναδιώτες.

Για όσους δεν γνωρίζουν την περιοχή του ξωκλησιού, εκεί κοντά βρίσκονται κτήματα Αγερσανιωτών και Τριποδιωτών (τοποθεσίες  Καλαμούρια και Πλάκα).
Φωτ. Ι. Μελισσουργός

Οι πανηγυριώτες κατέφθαναν από το απόγευμα της παραμονής για τον εσπερινό. Μετά τη λήξη του, πολλοί κατασκήνωναν εκεί για να παρακολουθήσουν την πρωινή δοξολογία ενώ αρκετοί, οι γλεντζέδες δηλαδή, πήγαιναν στο χωριό για να συνεχίσουν το διασκεδαστικό κομμάτι της γιορτής, με άλλα λόγια αυτό καθαυτό  το πανηγύρι. Το προτελευταίο μεγάλο πανηγύρι του καλοκαιριού ξεκινούσε με τον  εσπερινό. 
Οι Αγερσανιώτες τιμούν και φέτος τη μνήμη του Αγίου Παντελεήμονος το ίδιο έντονα όσο και στο παρελθόν όσον αφορά στο θρησκευτικό τελετουργικό. Εντούτοις, η παράδοση του πανηγυριού που έπεται της Θείας Λειτουργίας δεν επέζησε στο χρόνο.

Κόσμος πολύς  θα έλθει και φέτος στον εσπερινό...
Φωτο Ι. Μελισσουργός

Πώς θα έρθουν;
Ψάχνω με τη ματιά μου στα γύρω χωράφια και πιο πέρα στα παλιά μονοπάτια.
Πουθενά στολισμένο μουλάρι ή γαϊδουράκι να μεταφέρει προσκυνητές από το Αγερσανί ή τις Τρίποδες.
Πηγαίνω πιο κάτω και θυμάμαι τις δόξες του πατρικού μου, τότε που όλο το χωριό το χρησιμοποιούσε ως το κύριο πέρασμα για το ξωκλήσι. Θυμάμαι επίσης την επιβεβλημένα πρωινή πεζοπορία για να μη μας πάρει η καλοκαιρινή ζέστη κατά τη διαδρομή.

(Η μητέρα μου με τις εξαδέλφες της την 27-7-1963 στον Αη Παντελεήμονα
Αριστερά Βαγγελιώ Καπρή με τον γιο της Γιώργο,δίπλα η μητέρα μου με την αδελφή μου Πόπη,
δεξιά της η Μαρία Καπρή με τον γιο της Γρηγόρη και παραδίπλα η Τούλα Υφαντή)

Μα όταν φτάναμε εν τέλει, η κούραση πετούσε μακριά. Αντικαθίστατο από καλημέρες, ευχές και καλοσωρίσματα μεταξύ των γονέων μου και των συγχωριανών μας.  Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και οι ξενιτεμένοι αγερσανιώτες που τάμα το 'χαν να είναι παρόντες στη χάρη του Αγίου.
Χαρές και παιχνίδια τα παιδιά και επιβεβλημένη η επίσκεψη στον πάγκο του γλυκανά («Γιαλούρη») με τα παιχνίδια και τα ζαχαρωτά. Την τιμητική τους είχαν τα 'τυχερά' με τα ευτελή τους δώρα. 

Με αφορμή αυτήν τη μαζική μετακίνηση και «κατασκήνωση» δημιουργήθηκε και το έθιμο οι ταμένοι στον Άγιο να προσφέρουν στους προσκυνητές φαγητά και ντόπιο κρασί. Μετά από πολυετή διακοπή, το έθιμο επανήλθε και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.
Ο «βρακάς» Γ. Σέργης με την νταμιτζάνα περιμένει να κεράσει κρασί τον κόσμο.
(φωτ.Μαρία Σκουλούδη)


Όλη η βαβούρα, η κίνηση και το νυφοπάζαρο  λάμβαναν χώρα στο κάτω χωριό και ξεκινούσαν από το μαγαζί του Δημήτρη Τουμπακάρη («στου Δημήτριου», όπως λεγόταν)   μέχρι το μαγαζί του Γιώργη του Αρτσάνου («Λιαρμή»), όπου πραγματικά γινόταν το αδιαχώρητο.
Τα βιολιά ξεκίναγαν νωρίς το σούρουπο και όχι όπως τώρα που ξεκινούν τα μεσάνυχτα!
Ξεκινώ απαριθμώντας τις  ζύες ή τέντες, δηλαδή τακίμια με βιολιά και τα μαγαζιά που έπαιζαν:
Α. O Νικόλαος Ρεφενές μέσα στο χωράφι του πίσω από το σημερινό  μαγαζί του γιου του Στάθη. Δεν πρόφτασα αυτή την τέντα και δεν μπορώ να πω ποιος έπαιζε αλλά έχω ακούσει ότι ήταν ο μπάρμπας της μάνας μου, ο Σταμάτης ο Καπρής, ο Φάνης ο Παντελιάς και ίσως και άλλοι. Εκείνοι τότε έπαιζαν και τραγουδούσαν χωρίς ηχητικές εγκαταστάσεις.
Β. Ο Ανδρέας ο Ζώρος, «Τζογνής». Εδω θυμάμαι κάθε χρονιά να παίζει ο Μανόλης και ο Δημήτρης Φακίνος «τα μπαρμπεράκια».
Γ. Ο Γιώργης ο Κάβουρας. Θυμάμαι να παίζει βιολί ο Μιχάλης ο Στάης,  «Καράβολας».
Δ. Ο Γιώργης Αρτσάνος, «Λιαρμής» Εδώ το τακίμι ήταν σχεδόν διαφορετικό από χρονιά σε χρονιά και από πανηγύρι σε πανηγύρι. Ο Στάθης Κουκουλάρης καθώς και άλλοι έπαιζαν εδώ. Στο μαγαζί αυτό υπήρχαν τα περισσότερα τραπέζια που έπιαναν την πλατεία του μαγαζιού, το δρόμο και το οικόπεδο του Γαλανού απέναντι.
Δ. Ο Γιώργης ο  Ρεφενές «Μάρτσινας» με την ωραιότερη πλατεία του χωριού και τους ευκάλυπτούς της. Εκεί έπαιξαν τα αδέλφια Μπαρδάνη ο Μανόλης και Γιάννης «Σταματογιάννης».
Ε. Ο Γιάννης Μαργαρίτης, «Μπούνης» είχε στήσει την τέντα του μέσα στο χωράφι του Καραμανή («Νικολακάκη») με απανεμιά καλάμια και τεντόπανο για να κόβουν το βοριά. Σε αυτό έπαιζαν διαφορετικά τακίμια.
ΣΤ. Ο Βασίλης ο Καραμανής, «Προκόπης», επίσης σε μεγάλη πλατεία. Συνήθως έπαιζε ο κουμπάρος του Νίκος Μαστρογιαννόπουλος, «Ντιβανάς», το λαούτο του αρχικά και αργότερα μπουζούκι. Σε αυτή την πλατεία έπαιξαν πολλές φορές οι Χατζοπουλαίοι, ο Βασίλης με το λαούτο του, ο Μανόλης με το ακορντεόν  και ο Γιάννης, πατέρας του Νίκου, με το κλαρίνο του.
Ζ. Ο Δημήτρης Τουμπακάρης, «Δημήτριος».Τα πρώτα χρόνια τακτικό τακίμι ήταν ο Μιχάλης ο Κονιτόπουλος, «Μωρός», και τα παιδιά του Γιώργος, Κώστας, Αγγελική. Στο λαούτο ο Δημήτρης Φυρογένης και τραγούδι αργότερα η Γιούλα Σφυρόερα και ο Νικηφόρος  Κορρές με τη Λέτα.
Στο πανηγύρι έπαιζαν και αλλοι  Ναξιώτες μουσικοί και τραγουδιστές, όπως ο Γιώργος Μπίλης, ο Μαυροματάκιας, ο Βοντογιώργης, ο Γιώργος Θεουδάκης, ο Δήμος Μανωλάς («Δήμος») και τα αδέλφια Γιώργος και Χρήστος Μαργιολάς, καθώς και «ξενομερίτες» άνδρες και γυναίκες που έφερναν μαζί τους τα τοπικά τακίμια.
Να σημειώσουμε ότι τα πλούσια πανηγύρια του νησιού γίνονταν στα λιβαδοχώρια που φημίζονταν για την παραγωγή της πατάτας. Ήταν επόμενο ότι λόγω της οικονομικής άνεσης των κατοίκων όλοι επιθυμούσαν να παίξουν εκεί.
Έτσι, το χωριό για δυο συνεχόμενες ημέρες ζούσε στον «πυρετό» της παράδοσης από το  σούρουπο μέχρι το νωρίς το πρωί.
Οι μερακλήδες χορευτές συνέχιζαν μέχρι την αυγή, και οι οργανοπαίχτες αποκαμωμένοι πια απολάμβαναν την πρωινή τους σούπα. Η μοιρασιά γινόταν μάλλον αλλού, και έτσι το ερώτημα των χωριανών για το πόσα έβγαλε η τάδε ζύα  και πόσα η δείνα έμενε αναπάντητο.


Φιλολογική επιμέλεια κειμένου:Μαρία Μελισσουργού(Φιλόλογος)